μεσήμβριος

From LSJ
Revision as of 15:20, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">11</span>" to "''ΙΙ''")

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσήμβριος Medium diacritics: μεσήμβριος Low diacritics: μεσήμβριος Capitals: ΜΕΣΗΜΒΡΙΟΣ
Transliteration A: mesḗmbrios Transliteration B: mesēmbrios Transliteration C: mesimvrios Beta Code: mesh/mbrios

English (LSJ)

α, ον, = foreg. ΙΙ, [[[ὕδατα]]] Ruf. ap. Orib.5.3.17:

Greek Monolingual

μεσήμβριος, -ία, -ον (Α) μεσημβρία
αυτός που είναι στραμμένος προς τη μεσημβρία, ο μεσημβρινός, ο νότιος.