σωρίτης
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, A the fallacy of the heap, invented by Eubulides of Miletus. D.L.2.108, Cic.Acad.2.16.49, S.E. M.9.182, Asp. in EN56.34, Luc.Symp.23, Gal.8.25; περὶ τῶν πρὸς τὰς φωνὰς σωριτῶν λόγων, title of work by Chrysipp., Stoic.2.6. (σωρείτης, -ειτικός are freq. vv.ll.)
German (Pape)
[Seite 1060] ὁ, = σωρείτης, S. Emp. adv. phys. 1, 190.
Greek (Liddell-Scott)
σωρίτης: -ῖτις, -ιτικός, ἧττον ὀρθοὶ τύποι ἀντὶ σωρείτης, -εῖτις, -ειτικός.
Greek Monolingual
ὁ, Α
βλ. σωρείτης.