σύκωσις
From LSJ
Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast
English (LSJ)
εως, ἡ, A ulcer resembling a fig ripe to bursting, with projecting edges, esp. on the eyelids, Cels.6.3, Gal.12.348,716, UP10.<*>, Sever. ap. Aët.7.45; τοῦ γενείου Archig. ap. eund.8.14.
Greek (Liddell-Scott)
σύκωσις: [ῡ], ἡ, ἕλκος ὁμοιάζον πρὸς σῦκον ὥριμον καὶ ἀρξάμενον νὰ σχίζηται, ἔχον δηλ. χείλη προεξέχοντα, μάλιστα ἐπὶ τῶν βλεφάρων, Foës Oecon. Hipp.· πρβλ. σῦκον ΙΙ· «τὰ τραχώματα ἐπιτεινόμενα, ὥστε καὶ οἷον ἐντομὰς ἔχειν καλοῦνται συκώσεις» Παῦλ. Αἰγιν. 7, 22.