ἀκρονύκτιος

From LSJ
Revision as of 17:00, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρονύκτιος Medium diacritics: ἀκρονύκτιος Low diacritics: ακρονύκτιος Capitals: ΑΚΡΟΝΥΚΤΙΟΣ
Transliteration A: akronýktios Transliteration B: akronyktios Transliteration C: akronyktios Beta Code: a)kronu/ktios

English (LSJ)

ον, = sq., A Ἄρης Man. 5.177.

German (Pape)

[Seite 84] im Spätaufgange, von Sternen, Maneth. 5, 177.

Spanish (DGE)

-ον que sale al anochecerdel planeta Marte, Man.5.177.

Greek Monolingual

-α, -ο και ακρόνυχτος, -η, -ο (AM ἀκρονύκτιος, -ιον, Α και ἀκρόνυκτος, -ον)
αυτός που βρίσκεται ή συμβαίνει κατά την αρχή της νύχτας, στο σούρουπο
νεοελλ.
(το ουδ. ως επίρρ.) το ακρόνυχτο
τα ξημερώματα, την αυγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -νύκτιος < νύξ].