πολυρραφής
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ές, = foreg., EM148.37.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
πολύρραφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ρραφής (< ῥαφή, πρβλ. νεο-ρραφής].