Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
Full diacritics: νοόπλαγκτος | Medium diacritics: νοόπλαγκτος | Low diacritics: νοόπλαγκτος | Capitals: ΝΟΟΠΛΑΓΚΤΟΣ |
Transliteration A: noóplanktos | Transliteration B: nooplanktos | Transliteration C: nooplagktos | Beta Code: noo/plagktos |
ον, = sq. 1, Nonn.D. 9.255.
νοόπλαγκτος: -ον, = τῷ ἑπομ. Ι, Νόνν. Διον. 9. 255.
νοόπλαγκτος, -ον (Α)
νοοπλανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + πλαγκτός (< πλάζω «περιπλανιέμαι»), πρβλ. θαλασσό-πλαγκτος, ουρανό-πλαγκτος].