σαρκοβρώς

Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

English (LSJ)

ῶτος, ὁ, ἡ, = foreg., Moschio Trag.6.14.

German (Pape)

[Seite 863] ῶτος, = Vorigem, Moschio bei Stob.

Greek (Liddell-Scott)

σαρκοβρώς: -ῶτος, ὁ, ἡ, = σαρκοβόρος, Μοσχίων παρὰ Στοβ. Ἐκλ. 1. 242.

Greek Monolingual

-ῶτος, ὁ, ἡ, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που τρώει σάρκες, σαρκοβόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -βρώς (< βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. ανδρο-βρώς, παιδο-βρώς].