ἰθύκυφος
From LSJ
English (LSJ)
η, ον, of parts of the normal spine, A frontally concave, Hp.Art.45 (ἰθυ-κῡφής, ές,Mochl.1); opp. ἰθύ-λορδος, η, ον (ος, ον Mochl.l.c.), frontally convex, ll. cc., cf. Gal.18(2).542.
Greek Monolingual
ἰθύκυφος, -ύφη, -ον (Α)
(για το άνω τμήμα της σπονδυλικής στήλης)
αυτός που σχηματίζει κοιλότητα στο μπροστινό μέρος, αυτός που φαίνεται ευθύς από μπροστά και κυρτός προς τα πίσω από τα πλάγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + κυφός «σκυμμένος»].