λάσθη
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
ἡ,
A mockery, insult, = Att. χλεύη, ἐπὶ γέλωτί τε καὶ λάσθῃ Hdt.6.67, cf. AP7.345.
German (Pape)
[Seite 17] ἡ, Lästerung, Schmähung, Spott, ἐπὶ γέλωτί τε καὶ λάσθῃ εἰρώτα τὸν Δημάρητον Her. 6, 67; χλεύην τε ποιεῦ καὶ γέλωτα καὶ λάσθην Aeschrio ep. (VII, 345); Schande, Aeschrio bei Ath. VIII, 335 e.
Greek (Liddell-Scott)
λάσθη: ἡ, περίγελως, ὡς τὸ Ἀττ. χλεύη, ἐπὶ γέλωτί τε καὶ λάσθῃ Ἡρόδ. 6. 67, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 345· - λασθαίνω, περιπαίζω, περιγελῶ, κακολογῶ, Ἡσύχ. (ἴδε λάω Β).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
injure, outrage, mépris.
Étymologie: DELG vieux mot tôt disparu, sans étym.
Greek Monolingual
λάσθη, ἡ (Α)
χλευασμός, κοροϊδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα las- «αχόρταγος, ακόρεστος» και συνδέεται με τ. όπως λιλαίομαι, λάσται, λατ. lascinus «αστείος, παιχνιδιάρης», αρχ. ινδ. lasati «επιθυμεί». Ο τ. παρουσιάζει επίθημα -θη, που, όπως και το επίθημα -θος, χαρακτηρίζει εκφραστικές λ. με αισχρή σημ. (πρβλ. πόσ-θη, κύσ-θος, σπύρα-θος].
Greek Monotonic
λάσθη: ἡ, χλεύη, ειρωνεία, εμπαιγμός, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
λάσθη: ἡ глумление (ἐπὶ γέλωτί τε καὶ λάσθῃ Her.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: insult, mockery (Hdt. 6, 67, AP 7, 345, H.).
Derivatives: Cf. the glosses of Hesychius : λάσθω and λασάσθω χλευαζέτω; λάσθαι παίζειν, ὀλιγωρεῖν, λοιδορεῖν; λάσθων κακολογῶν; λάσθον αἰσχρόν; λάσθας συμφοράς. λασθαίνειν κακολογεῖν H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: No etymologie. Often as λάσ-θη connected with Lat. las-cīvus wanton, luxuriant, lascivious, Skt. lā-las-a- greedy (Bq s. λιλαίομαι, WP. 2, 386, Pok. 654, W.-Hofmann s.v.); semantically not very adequate. Diff. Fick, 1, 532: from *λαξστα to Germ., e. g. OHG lastar scorn, revilement (OHG lahan etc. revile); phonetically impossible; Schulze KZ 28, 270 n. 1 (Kl. Schr. 438 n. 1): λά-σθη to Goth. laí-lo reviled; Pisani Ist. Lomb. 73, 528ff.: from *λαθ-τα to λαθεῖν; in spite of λάσθη ... λήθη H. semantically doubtful. So no etym.; Pre-Greek?
Middle Liddell
λάσθη, ἡ,
mockery, insult, Hdt.
Frisk Etymology German
λάσθη: {lásthē}
Grammar: f.
Meaning: Lästerung, Spott (Hdt. 6, 67, AP 7, 345, H.)
Derivative: mit λασθαίνειν· κακολογεῖν H. Dazu noch mehrere Hesychglossen : λάσθω und λασάσθω· χλευαζέτω, λάσθαι· παίζειν, ὀλιγωρεῖν, λοιδορεῖν, λάσθων· κακολογῶν, λάσθον· αἰσχρόν, λάσθας· συμφοράς.
Etymology : Morphologisch mehrdeutig und ohne sichere Etymologie. Gewöhnliche als λάσθη mit lat. las-cīvus üppig, ausgelassen, aind. lā-las-a- begierig usw. verbunden (Bq s. λιλαίομαι, WP. 2, 386, Pok. 654, W.-Hofmann s.v.); semantisch wenig zutreffend. Anders Fick, 1, 532: aus *λαξστα zu germ., z. B. ahd. lastar Schmähung, Tadel (ahd. lahan usw. schmähen); lautlich unmöglich; Schulze KZ 28, 270 A. 1 (Kl. Schr. 438 A. 1): λάσθη zu got. laí-lo schmähte; Pisani Ist. Lomb. 73, 528ff. : aus *λαθτα zu λαθεῖν; trotz λάσθη· ... λήθη H. semantisch zweifelhaft.
Page 2,87-88