ἀπαράμυθος

From LSJ
Revision as of 19:57, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen

Menander, Monostichoi, 57
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαράμῡθος Medium diacritics: ἀπαράμυθος Low diacritics: απαράμυθος Capitals: ΑΠΑΡΑΜΥΘΟΣ
Transliteration A: aparámythos Transliteration B: aparamythos Transliteration C: aparamythos Beta Code: a)para/muqos

English (LSJ)

ον, = foreg., A inexorable, κέαρ A.Pr.185 (lyr.); restive, ὄμμα πωλικόν E.IA620. [In A. ᾱπ- metri gr.]

German (Pape)

[Seite 279] nicht zu überreden, zu beschwichtigen, κέαρ Aesch. Prom. 183 [απ., nach Analogie von ἀθάνατος]; Eur. I. A. 620.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαράμῡθος: -ον, = τῷ προηγ., ἀδυσώπητος, ἀμείλικτος, κέαρ Αἰσχύλ. Πρ. 185· ὁ μὴ παρέχων παραμυθίαν, ὄμμα πωλικὸν Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 620. [Ἐν Αἰσχύλ. ᾱπ- χάριν τοῦ μέτρου].

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 inflexible, inexorable;
2 non encouragé, non rassuré.
Étymologie: ἀ, παραμυθέομαι.

Spanish (DGE)

(ἀπαράμῡθος) -ον

• Prosodia: [ᾱ- A.Pr.185]
1 inexorable κέαρ A.l.c.
2 indócil ὄμμα πωλικόν E.IA 620.

Greek Monolingual

-ον (Α) παραμυθούμαι
απαραμύθητος, αδυσώπητος, δύστροπος.

Greek Monotonic

ἀπᾰράμῡθος: -ον, = το προηγ., ανηλεής, αδυσώπητος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαράμῡθος:
1) неумолимый, непреклонный (κέαρ Aesch. - с ᾱπ-);
2) неуспокоенный, пугливый (ὄμμα πωλικόν Eur.).

Middle Liddell

= απαραμύθητος]
inexorable, Aesch.