ἐείσατο

From LSJ
Revision as of 19:06, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125

Greek (Liddell-Scott)

ἐείσατο: γ΄ ἑν. πρόσ. Ἐπ. ἀορ. τοῦ εἶμι (ibo), Ἰλ. Ο. 415· ἐεισάσθην β΄ δυϊκ. αὐτόθι 544.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. ao. Moy. de εἶμι.

Spanish (DGE)

v. 2 εἴσομαι.

Greek Monotonic

ἐείσατο: γʹ ενικ. Επικ. αορ. του εἶμι (ibo)· βʹ δυϊκ. ἐεισάσθην.