οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
τετεύχᾰται: τετεύχετον, ἴδε τεύχω.
3ᵉ pl. pf. épq. et ion. de τεύχω.
τετεύχᾰται: -το, γʹ πληθ. Παθ. παρακ. και υπερσ. του τεύχω.
τετεύχαται: эп. 3 л. pl. pf. pass. к τεύχω.