πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
(I)η, Νζωολ. ελασματοβράγχιο τών θερμών θαλασσών, με παχύ μανδύα και πλατύ ελασματώδες όστρακο. (II)ἡ, Αβλ. πέρνα.