οὖλε
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek (Liddell-Scott)
οὖλε: χαιρετισμός, ἴδε οὔλω. - Καθ. Ἡσύχ.: «οὖλε· ὑγίαινε. ἀφ’ οὗ καὶ τὸ ὑγιὲς γενόμενον ἕλκος οὐλὴν λέγουσι».
French (Bailly abrégé)
v. οὔλω.
English (Autenrieth)
(cf. οὖλο Od. 18.1): imp. (salve), hail! Od. 24.402†.
Greek Monotonic
οὖλε: προστ. του οὔλω.
Russian (Dvoretsky)
οὖλε: interj. здравствуй!, привет тебе! (οὖλέ τε καὶ μέγα χαῖρε! Hom.).
Frisk Etymology German
οὖλε: {hoũle}
Meaning: salve (ω 402)
See also: s. ὅλος.
Page 2,443