ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
[Seite 1482] einen Haarzopf tragend, Hesych.
κοννοφόρος, -ον (Α)(κατά τον Ησύχ.) σκολλυφόρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόννος + -φόρος (< φέρω)].