ὡς χαρίεν ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾖ → how graceful is man when he is really a man | what a fine thing a human is, when truly human
[Seite 1055] τήν, unregelmäß. acc. zu σχίδη, Hesych.
Α και σκίδη Μ
(κατά τον Ησύχ.) «σχίδος σινδόνος, πῆγμα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σχιδ- του σχίζω (πρβλ. σχίδ-αξ)].