τυμπανίστρια

Revision as of 09:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
fém. de τυμπανιστής.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
βλ. τυμπανιστής.

Russian (Dvoretsky)

τυμπᾰνίστρια: ἡ барабанщица Dem., Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τυμπανίστρια -ας, ἡ [τυμπανίζω] bespeelster van de tamboerijn.