Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
ὠμόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τραχεῖαν, ἀγρίαν κόμην, Λυκόφρ. 340.