πολύνους

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst

Menander, Monostichoi, 286

German (Pape)

[Seite 667] zsgzgn statt πολύνοος.

Greek Monolingual

-ουν, και πολύνοος, -ον, Α
αυτός που έχει πολύ νου, πολύ συνετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + νοῦς / νόος (πρβλ. ομό-νους, υψηλό-νους)].