ἐπιχρίω
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
English (LSJ)
[ῑ], A anoint, besmear, ἐπιχρίοντες ἀλοιφῇ (sc. τὸ τόξον) Od.21.179; χρῶτ' ἀπονιψαμένη καὶ ἐπιχρίσασα παρειάς 18.172:—Med., χρῶτ' ἀπονίπτεσθαι καὶ ἐπιχρίεσθαι ἀλοιφῇ ib.179. 2 plaster over, τινι with a thing, Luc.Hist.Conscr.62. II lay on ointment, μετὰ τὸ -χρισθῆναι Zopyr. ap. Orib.14.58.1 ; κροτάφοις -χριόμενα v.l. in Dsc.3.22 ; πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς Ev.Jo.9.6, cf. IG14.966 (Rome, ii A.D.). 2 abs., use for anointing, Call.Iamb.1.270.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιχρίω: μέλλ. -ίσω ῑ, ἐπαλείφω, ἐπιχρίοντες ἀλοιφῇ (δηλ. τὸ τόξον) Ὀδ. Φ. 179· ἐπιχρίσασα παρειὰς Σ. 172. - Μεσ., ἀλείφω ἐμαυτόν, ἀλείφομαι, χρῶτ’ ἀπονίπτεσθαι καὶ ἐπιχρίεσθαι ἀλοιφῇ Σ. 179. 2) ἀλείφω ἐπάνω εἴς τι παχὺ ἐπίχρισμα, Τουρκ. «σουβαντίζω», ἐπιχρίσας δὲ τιτάνῳ καὶ ἐπικαλύψας, κτλ., Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 62. 3) ἐπ. σφραγῖδα, σφραγίζειν, Εὐαγγ. Πετρ. 8. (ἐν Κανταβριγίᾳ 1892). ΙΙ. ἐπιβάλλω, ἀλείφω ἀλοιφήν, τινί τι Διοσκ. 3. 25· ἐπιχρίω ὡς ἀλοιφήν, καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ Εὐαγγ. κ. Ἰω. θ΄, 6.
French (Bailly abrégé)
oindre, enduire ; appliquer un onguent;
Moy. ἐπιχρίομαι enduire sur soi : χρῶτ’ ἐπιχρίεσθαι ἀλοιφῇ OD se frotter la peau de graisse.
Étymologie: ἐπί, χρίω.
English (Autenrieth)
aor. part. ἐπιχρίσᾶσα: besmear, anoint, mid., oneself, Od. 18.179. (Od.)
English (Strong)
from ἐπί and χρίω; to smear over: anoint.
English (Thayer)
1st aorist ἐπεχρισα; to spread on, anoint: τί ἐπί τί, anything upon anything, WH text Tr marginal reading ἐπέθηκεν); τί, to anoint anything (namely, with anything), ibid. 11. (Homer, Odyssey 21,179; Lucian, hist. scrib. 62.)
Greek Monotonic
ἐπιχρίω: μέλ. -ίσω [ῑ],
1. επαλείφω, σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., επαλείφομαι, στο ίδ.
2. επιθέτω, βάζω, τι ἐπί τι, σε Καινή Διαθήκη· τινί, με κάτι, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιχρίω: (ρῑ)
1) намазывать, смазывать (τόξον ἀλλοιφῇ Hom.);
2) умащивать, натирать (παρειάς, med. χρῶτα ἀλοιφῇ Hom.; τοὺς ὀφθαλμούς NT; ἐπικεχρισμένος ἐλαίῳ Arst.);
3) намазывать, покрывать (τιτάνῳ τι Luc.);
4) намазывать, втирать (τι ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς NT).
Middle Liddell
fut. ίσω
1. to anoint, besmear, Od.:—Mid. to anoint oneself, Od.
2. to plaster over, τι ἐπί τι NTest.; τινί with a thing, Luc.
Chinese
原文音譯:™picr⋯w 誒披-赫里哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:在上-膏
字義溯源:塗上,塗抹,抹,膏;由(ἐπί)*=在⋯上)與(χρίω)*=塗抹)組成
同源字:1) (ἐπιχρίω)塗上 2) (χρίω)用油塗抹參讀 (ἀλείφω)同義字
出現次數:總共(2);約(2)
譯字彙編:
1) 抹(2) 約9:6; 約9:11