Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
Full diacritics: διασηκόω | Medium diacritics: διασηκόω | Low diacritics: διασηκόω | Capitals: ΔΙΑΣΗΚΟΩ |
Transliteration A: diasēkóō | Transliteration B: diasēkoō | Transliteration C: diasikoo | Beta Code: diashko/w |
[Seite 601] abwägen, Suid.
διασηκόω: ζυγίζω, δοκιμάζω τὸ βάρος (διὰ τῆς χειρός), Σουΐδ. ἐν λ. βαστάσας.
sopesar Sud.s.u. βαστάσας.