μετεισέρχομαι

From LSJ
Revision as of 15:20, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετεισέρχομαι Medium diacritics: μετεισέρχομαι Low diacritics: μετεισέρχομαι Capitals: ΜΕΤΕΙΣΕΡΧΟΜΑΙ
Transliteration A: meteisérchomai Transliteration B: meteiserchomai Transliteration C: meteiserchomai Beta Code: meteise/rxomai

English (LSJ)

A pass into, Phot. s.v. ἐρινάζειν.

Greek (Liddell-Scott)

μετεισέρχομαι: ἔκ τινος μέρους εἰσέρχομαι εἰς ἄλλο, ἐπὶ τῶν ψηνῶν τῶν ἐκ τῶν ἐρινεῶν μετεισερχμένων εἰς τὸν τῶν ἡμέρων συκῶν καρπόν, Φώτιος ἐν λ. ἐρινάζειν.

Greek Monolingual

μετεισέρχομαι (Α)
(για ένα είδος μικρών εντόμων) βγαίνω από τον καρπό της άγριας συκιάς και μπαίνω στον καρπό της ήμερης.