ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
Full diacritics: τᾰχῠμάχης | Medium diacritics: ταχυμάχης | Low diacritics: ταχυμάχης | Capitals: ΤΑΧΥΜΑΧΗΣ |
Transliteration A: tachymáchēs | Transliteration B: tachymachēs | Transliteration C: tachymachis | Beta Code: taxuma/xhs |
[μᾰ], ον, A quick to the fray, Hsch. s.v. ὠκυβόας.
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) ο επιρρεπής σε διαμάχη, σε φιλονικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -μάχης (< μάχη), πρβλ. εὐθυ-μάχης].