ματαιώνω

From LSJ
Revision as of 12:40, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source

Greek Monolingual

(ΑM ματαιῶ, -όω) μάταιος
καθιστώ κάτι μάταιο, ανώφελο
νεοελλ.
1. εμποδίζω ή αναχαιτίζω την εκτέλεση ή την πραγματοποίηση κάποιας προγραμματισμένης ενέργειας («την τελευταία στιγμή, η άμεση αντίδραση του λαού ματαίωσε το πραξικόπημα»)
2. ακυρώνω, δεν πραγματοποιώ κάτι («αποφάσισα να ματαιώσω την επίσκεψή μου στο σπίτι της»)
3. παθ. ματαιώνομαι
εμποδίζεται η εκτέλεσή μου, μένω ανεκτέλεστος, δεν πραγματοποιούμαι («επειδή οι ηθοποιοί αρρώστησαν, ματαιώθηκε η παράσταση»)
μσν.-αρχ.
παθ. ματαιοῡμαι, -όομαι
1. καθίσταμαι ανώφελος («οὐ ματαιωθήσεται τὰ ῥήματα τῶν λόγων αὐτοῦ», ΠΔ)
2. συμπεριφέρομαι ή ενεργώ απερίσκεπτα, φέρομαι ανόητα
3. απατώμαι («ἐματαιώθησαν ἐν τοῑς διαλογισμοῑς αὐτῶν»).