τίφη

From LSJ
Revision as of 17:55, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τίφη Medium diacritics: τίφη Low diacritics: τίφη Capitals: ΤΙΦΗ
Transliteration A: típhē Transliteration B: tiphē Transliteration C: tifi Beta Code: ti/fh

English (LSJ)

ἡ, A one-grained wheat, einkorn, Triticum monococcum, Arist. HA603b26 (pl.), Thphr.HP1.6.5, 8.1.1 (pl.), al., Diocl.Fr.113 (pl.), Gal.6.791, Plin.HN18.93; wrongly glossed by ὄλυρα, Hsch. II a kind of beetle, Ar.Ach.920,925 (cf. Sch.Rav.ad loc., Suid. s.v. θρυαλλίς). 2 = σίλφη 1, Poll.7.19, Phryn.268 (Lobeck for τίλφη, confirmed by cod. Laur.), Ael.NA8.13. (The quantity of ι is doubtful; pl. τίφαι is written in Thphr.HP8.1.1, Diocl. l.c., dat. τιφαῖς Arist. l.c. (v.l. στιφαῖς).)

German (Pape)

[Seite 1121] ἡ, 1) eine Getreideart, die Einige mit ὄλυρα vergleichen und verwechseln; Arist. H. A. 8, 21; Theophr. – 2) ein Insekt, auch τίλφη u. σίλφη geschrieben, Ar. Ach. 884. 889; nach Andern die auf stehenden Wassern laufende Wasserspinne, bipula; vgl. Ael. H. A. 8, 13.

Greek (Liddell-Scott)

τίφη: [ῑ;] ἡ, εἶδος γεννήματος ἢ σίτου (διάφορον τῆς ὀλύρας), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 21, 5, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 5. ΙΙ. ἔντομόν τι, ἴσως ταὐτὸν καὶ σίλφη, ἢ ἴσως ἡ ἐπὶ τῶν λιμναζόντων ἡσύχων ὑδάτων ἐπιτρέχουσα ἀράχνη, Λατ. tipula, Ἀριστοφ. Ἀχ. 920, 925, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 8. 13· - ἀλλ’ ὁ Elmsl. ἐκλαμβάνει αὐτὸ ὡς εἶδος μικροῦ ἀκατίου ἢ λέμβου, πρβλ. σίλφη ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 sorte de blé, pê le même que ὄλυρα;
2 tipule, insecte (cf. τίλφη, σίλφη).
Étymologie: DELG pas d’étym.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
νεοελλ.-αρχ.
είδος υμενόπτερου εντόμου
μσν.-αρχ.
μονόκοκκο σιτάρι («σπείρειν δὲ ἐν τοῑς οἰκείοις τόποις σησάμην, τίφας, ζειάς, κέγχρον», Γεωπ.)
αρχ.
η σίλφη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].

Greek Monotonic

τίφη: ἡ, έντομο, ίσως αράχνη που τρέχει πάνω από τα λιμνάζοντα ήσυχα νερά, Λατ. tipula, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

τίφη: v. l. τιφή ἡ
1) полба (разновидность) Arst.;
2) Arst. = σίλφη.

Middle Liddell

τίφη, ἡ,
an insect, perh. the water-spider, that runs on the top of smooth water, Lat. tipula, Ar.

Frisk Etymology German

τίφη: {típhē}
Grammar: f.
Meaning: 1. einkörniger Weizen, Einkorn, Triticum monococcum (Arist., Thphr. u.a.). 2. N. eines Insekts = σίλφη, τίλφη (Poll., Phryn., Ael.). 3. Bed. unklar (Ar. Ach. 920, 925), nach Sch. Rav. ad loc. et Suid. s. θρυαλλίς = σίλφη.
Derivative: Adj. τίφινος zum Einkorn gehörig (Gal., Orib.).
Etymology : Unerklärt.
Page 2,906