υπόγυιος
Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus
Greek Monolingual
και ὑπόγυος, -ον, ΜΑ
1. πρόχειρος, αυτός που είναι εύκολο να χρησιμοποιηθεί («εἴ τινων ὑπόγυιος ἡ ἀφαίρεσις τῶν καρπῶν», Θεόφρ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ.) ὑπόγυιον
πρόσφατα, πριν από λίγο
3. φρ. «ἐξ ὑπογυίου» — εκ τών ενόντων, πρόχειρα, χωρίς ιδιαίτερη προετοιμασία (Ξεν.)
αρχ.
1. επερχόμενος, επικείμενος («ὑπογυίου μοι τῆς τοῡ βίου τελευτῆς οὔσης», Ισοκρ.)
2. ετοιμοθάνατος
3. έτοιμος να κάνει κάτι («ὑπόγυιος τῇ ὀργῇ» — έτοιμος να ξεσπάσει, Αριστοτ.)
4. ο εντελώς πρόσφατος («ὁ πόλεμος ὁ ὑπογυιότατος», Ισοκρ.)
5. (για λόγο) αυτός που ειπώθηκε προ ολίγου («ἐν τοῖς ὑπογυίοις λόγοις», Αριστοτ.)
6. αιφνίδιος, ξαφνικός («ὅσα θάνατον ἐπιφέρει ὑπόγυια ὄντα», Αριστοτ.).
επίρρ...
ὑπογυίως ΜΑ
πρόσφατα, προ ολίγου
αρχ.
κοντά, πλησίον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -γυιος (< γύη «κυρτότητα», βλ. λ. γύης)].