ἔμβλημα
δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative
English (LSJ)
ατος, τό, A insertion, τὸ εἰς τὸν σίδηρον ἔ. τοῦ ξύλου the shaft fitting into the spear-head, Plu.Mar.25. 2 chased or embossed ornament used in decoration of plate, τὰ ἀργυρᾶ τὰ χρυσοῦν τι ἔ. ἔχοντα D.C.57.15, cf. Cic.Verr.4.17.37, etc. 3 graft, Poll.1.241. 4 Lat. emblema, mosaic, Lucil.85 Marx, Varro RR3.2.4. 5 inner sole put into the shoe in winter, etc., Ph.Bel.102.39. 6 sluice-gate, PThead. 24.8 (iv A.D.). 7 payment, PCair.Zen.22.22 (iii B.C.), BGU1040.24 (ii A.D.); fine, BCH8.307 (Delos).
German (Pape)
[Seite 806] τό, das Ein-, Angesetzte, z. B. τὸ εἰς τὸν σίδηρον ἔμβλ. τοῦ ξύλου, das Stück des Lanzenschaftes, welches in das Eisen eingesetzt ist, Plut. Mar. 25; das Pfropfreis, Poll. 1, 241; eingelegte erhabene Metallarbeit, die man abnehmen konnte, von Goldstickerei, D. Cass. 57, 15; auch Musivarbeit, Varro.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμβλημα: τό, (ἐμβάλλω) τὸ ἐμβαλλόμενον, τὸ εἰς τὸν σίδηρον ἔμβλ. τοῦ ξύλου, τὸ ξύλον τὸ προσαρμοζόμενον εἰς τὴν λόγχην, Πλουτ. Μάρ. 25· τὰ ἀργυρᾶ τὰ χρυσοῦν τι ἔμβλ. ἔχοντα, τὰ κεκοσμημένα διὰ χρυσῶν ἐμβλημάτων, κοσμημάτων, Δίων Κ. 57. 15, πρβλ. Κικ. Verr. 4. 17. 2) τὸ ἐμφυτευόμενον εἰς ἄγριον δένδρον, Πολυδ. Α΄, 241. 3) ἐν τῇ Λατ. emblema, ὡσαύτως σημαίνει, ψηφοθέτημα, μωσαϊκόν, Lucil. παρά Κικ. de Or. 3. 43, Varro R. R. 3. 2, 4. 4) πέλμα ἐντιθέμενον εἰς τὸ ὑπόδημα κατὰ τὸν χειμῶνα, κτλ., Φίλων Βελοπ. 102.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
partie du bois d’une lance qu’on fixe dans le fer.
Étymologie: ἐμβάλλω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Grafía: graf. ἐμβληθμα IG 11(2).287B.134 (Delos III a.C.)
I 1arq. pieza o remiendo de piedra insertada en una construcción para reparar o disimular un defecto o desconchón ἔμβλημα ἐμβαλεῖν insertar una pieza en una piedra mutilada ID 104-24.21, 31 (IV a.C.).
2 perno, cuña τὸ εἰς τὸν σίδηρον ἔμβλημα τοῦ ξύλου el perno de madera (que entra) en el hierro de la jabalina, Plu.Mar.25.
3 n. dado a diversas piezas artísticas insertadas o adosadas en otras piezas:
a) engaste τὰ ἀργυρᾶ τὰ χρυσοῦν τι ἔμβλημα ἔχοντα los objetos de plata que tienen un engaste de oro D.C.57.15.2, cf. Cic.2Verr.4.37;
b) lat. emblema, medallón o panel central de un mosaico, Lucil.85, Varro RR 3.2.4;
c) medallón, motivo decorativo insertado en el centro de un vaso ῥοδιακὴ (φιάλη) ἔ. οὐκ ἔχουσα IG 11(2).287B.136 (Delos III a.C.), ποτήριον ... ἔ. ἔχον Πανίσκον ID 443Bb.50 (II a.C.), (φιάλας) καρυωτὰς ... ὧν τὰ ἐμβλήματα ἐκπίπτει ID 1444Aa.3 (II a.C.).
4 bot. rama injertada Poll.1.241.
5 en el calzado plantilla entre la cual y la suela externa puede escribirse un mensaje secreto, Ph.Bel.102.39.
II presa o dique transversal de carácter temporal, hecho de tierra y madera o piedra PRyl.133.12 (I d.C.), PMil.Vogl.302.191, BGU 2257.5, SB 13995.14 (todos II d.C.), PSakaon 45.8 (IV d.C.), φρυγανικὸν ἔμβλημα barrera, seto de maleza, SB 11478.14 (III d.C.).
III dud. gasto, pago, PCair.Zen.787.90 (III a.C.), BGU 1040.24 (II d.C.), τὸ ἔ. τὸ δαπανηθέν PFay.125.9 (II d.C.).
Greek Monolingual
το (AM ἔμβλημα)
εικόνα, παράσταση η οποία χρησιμεύει ως διακριτικό γνώρισμα («η γλαυξ έμβλημα της Αθηνάς και της παιδείας», «ο Άγιος Γεώργιος έφιππος έμβλημα του πεζικού» κ.λπ.)
νεοελλ.
1. ρητό ή φράση ως διακριτικό γνώρισμα στρατιωτικών μονάδων, εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, ομάδων, συλλόγων κ.λπ. («αἰὲν ἀριστεύειν», «ὁ τολμῶν νικᾲ» κ.λπ.)
2. σημαία, εθνόσημο, ορόσημα, σφραγίδα, θυρεός κ.λπ. ως σύμβολα κρατικής κυριαρχίας
3. διακριτικό γνώρισμα επιχείρησης
αρχ.
1. οτιδήποτε εμβάλλεται ή προσαρμόζεται σε κάτι άλλο («τὸ εἰς τὸν σίδηρον ἔμβλημα τοῡ ξύλου» — το κομμάτι ξύλου που προσαρμόζεται στη λόγχη)
2. ο οφθαλμός, το μπόλι ήμερου δέντρου σε άγριο
3. ψηφιδωτό, μωσαϊκό
4. πέλμα, πάτος που τοποθετούσαν μέσα στο υπόδημα κατά τον χειμώνα
5. φράγμα
6. μισθός, αμοιβή
7. πρόστιμο.
Greek Monotonic
ἔμβλημα: -ατος, τό (ἐμβάλλω), παρεμβολή, τὸ εἰς τὸν σίδηρον ἔμβλ., το κοντάρι που προσαρμόζεται στη λόγχη, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἔμβλημα: ατος τό
1) вставка: τὸ εἰς τὸν σίδηρον ἔ. τοῦ ξὐλου Plut. = τὸ δόρυ;
2) выпуклое украшение, инкрустация Cic.
Middle Liddell
ἔμβλημα, ατος, τό, ἐμβάλλω
an insertion, τὸ εἰς τὸν σίδηρον ἔμβλ. the shaft fitted into the spear-head, Plut.