τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect
ἰσχαδώνης, ὁ (Α)αυτός που αγοράζει ξηρά σύκα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχάς, -άδος + -ώνης (< ώνοῡμαι «αγοράζω»), πρβλ. καρπ-ώνης, οπωρ-ώνης].