συγκαταριθμώ

From LSJ
Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149

Greek Monolingual

συγκαταριθμῶ, -έω, ΝΜΑ καταριθμῶ
συμπεριλαμβάνω στους αριθμούς, συγκαταλέγω
αρχ.
μέσ. συγκαταριθμοῡμαι, -έομαι
(με ενεργ. σημ.) υπολογίζω μαζί, συνυπολογίζω.

Greek Monolingual

συγκαταριθμῶ, -έω, ΝΜΑ καταριθμῶ
συμπεριλαμβάνω στους αριθμούς, συγκαταλέγω
αρχ.
μέσ. συγκαταριθμοῡμαι, -έομαι
(με ενεργ. σημ.) υπολογίζω μαζί, συνυπολογίζω.