προαγωγή

From LSJ
Revision as of 21:20, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προᾰγωγή Medium diacritics: προαγωγή Low diacritics: προαγωγή Capitals: ΠΡΟΑΓΩΓΗ
Transliteration A: proagōgḗ Transliteration B: proagōgē Transliteration C: proagogi Beta Code: proagwgh/

English (LSJ)

ἡ, A leading on, promotion, Posidon.36J., Arch.Pap.6.18; rank, eminence, Plb.6.8.4 (pl.), 15.34.5; ἡ χιλιάρχων τάξις καὶ π. D.S.18.48; προαγωγῆς τυχεῖν ἐν τῇ αὐλῇ Arr.Epict.4.13.14, cf. Plu.2.466c(pl.), Cat. Cod.Astr.2.198 (pl.); ἐν π. τινὰ ποιεῖσθαι promote him, J.AJ15.1.1: metaph., ὁ θεωρητικὸς βίος π. ἀγῶνος τελειοτέρου Ph.1.551, cf. 2.42. II progress, prosperity, OGI223.9 (Erythrae, iii B.C.). III preference, Stoic.3.35.

German (Pape)

[Seite 705] ἡ, Fortführung, Beförderung zu Ehrenstellen; Pol. 6, 8, 4. 15, 37, 5 u. öfter, wie Plut. u. a. Sp.; – ἐκ προαγωγῆς φίλος, nach Umständen, der, wie es die Gelegenheit giebt, bald Freund, bald Feind ist, Dem. 23, 174, wo er selbst hinzusetzt ὅπως ἂν ὑμᾶς δύνασθαι νομίσῃ, οὕτω πρὸς ὑμᾶς εὐνοίας ἔχοντα; Harpocr. erkl. ἀντὶ τοῦ πρὸς ἀνάγκην καὶ οὐκ ἐκ φύσεως οὐδὲ ἁπλοϊκῶς.

Greek (Liddell-Scott)

προᾰγωγή: ἡ, (προάγω) ὡς καὶ νῦν, μεγίστης τυχὼν προαγωγῆς Ἀθήν. 212Α· ὑψηλὴ πολιτικὴ ἢ κοινωνικὴ θέσις, τεθραμμένοι δ’ ἐξ ἀρχῆς ἐν ταῖς τῶν πατέρων ἐξουσίαις καὶ προαγωγαῖς Πολύβ. 6. 8, 4., 15. 34, 5, Διόδ., κλπ.· ἐν προαγωγῇ τούτους ἐποιεῖτο = προῆγεν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 1, 1· ― ἴδε ἐν λέξ. προσαγωγή.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
action de pousser en avant, de promouvoir (en honneurs, en puissance, etc.).
Étymologie: προάγω.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ προάγω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του προάγω, πρόοδος, βελτίωση, ανάπτυξη («η κυβέρνηση εξετάζει τα μέτρα που θα συντελέσουν στην προαγωγή του εκπαιδευτικού συστήματος»)
νεοελλ.
1. κατάληψη ανώτερης διοικητικής θέσης σε μια ιεραρχία, προβιβασμός («αυτόν τον καιρό μελετάται η προαγωγή αρκετών υπαλλήλων»)
2. (για μαθητές) η προώθηση σε ανώτερη τάξη
3. προαγωγεία, μαστροπεία
4. στρ. η άνοδος βαθμοφόρου, αξιωματικού ή υπαξιωματικού, ή στρατιώτη στον αμέσως ανώτερο βαθμό της στρατιωτικής ιεραρχίας
αρχ.
1. το να οδηγεί κανείς κάτι προς τα εμπρός
2. υψηλή πολιτική ή κοινωνική θέση («τεθραμμένοι δ' ἐξ ἀρχῆς ἐν ταῑς τῶν πατέρων ἐξουσίαις καὶ προαγωγαῑς», Πολ.)
3. ευημερία, ευδαιμονία
4. προτίμηση
5. φρ. «ἐν προαγωγῇ τινα ποιοῡμαι» — προάγω.

Greek Monotonic

προᾰγωγή: ἡ (προάγω), προαγωγή, προώθηση, προεξοχή, υψηλή θέση, αξίωμα, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

προᾰγωγή:
1) высокое звание, высокая должность (ἀξίαι καὶ προαγωγαί Plut.);
2) ход событий: ἐκ προαγωγῆς φίλος Dem. случайный, т. е. ненадежный друг.

Middle Liddell

προᾰγωγή, ἡ, προάγω
a leading on, promotion, rank, eminence, Polyb.