συμποσούμαι

From LSJ
Revision as of 12:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἰ πάλιν ἔστι γενέσθαι, ὕπνος σ' ἔ̣χει οὐκ ἐπὶ δηρόν, εἰ δ' οὐκ ἔστιν πάλιν ἐλθεῖν, αἰώ̣νιος ὕπνος → if it is possible for you to be born again, you will fall asleep, briefly; if it is not possible to return — it would be eternal sleep

Source

Greek Monolingual

συμποσοῡμαι, -όομαι, ΝΜΑ, και ενεργ. τ. συμποσῶ, -όω, ΜΑ
ανέρχομαι, φτάνω σε κάποιο ποσό («τα ελλείμματα συμποσούνται σε 10 δισεκατομμύρια»)
μσν.-αρχ.
ενεργ. μετράω μαζί, υπολογίζω σε ενιαίο ποσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ποσῶ / ποσοῦμαι (< ποσός/ποσόν)].