κυλλάστις

From LSJ
Revision as of 03:10, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4

Greek (Liddell-Scott)

κυλλάστις: Ἰων. -ῆστις, ιος, ὁ, Αἰγυπτιακὸς ἄρτος παρασκευαζόμενος ἐξ ὀλύρας, Ἡρόδ. 2. 77, Ἑκαταῖ. παρ’ Ἀθην. 418Ε, Φανόδ. αὐτόθι 114C, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 253.

French (Bailly abrégé)

ιος (ὁ) :
pain égyptien fait avec de l’épeautre.
Étymologie: DELG égyptien klšt.

Greek Monolingual

κυλλᾱστις και κύλλαστις και ιων. τ. κυλλῆστις, -ιος, ὁ (Α)
είδος αιγυπτιακού ψωμιού που παρασκευαζόταν από το είδος κριθής όλυρα («ἀρτοφαγέουσι δέ ἐκ τῶν ὐλυρέων ποιεῡντες ἄρτους, τοὺς ἐκεῑνοι κυλλῆστις ὀνομάζουσι», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αιγυπτ. klšt ή kršt].

Greek Monotonic

κυλλάστις: Ιων. -ήστις, -ιος, , αιγυπτιακό ψωμί, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

κυλλάστις: ιος ὁ Arph. = κυλλῆστις.

Middle Liddell

Aegyptian bread, Hdt.