οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well
(AM δαπανῶ, -άω) δαπάνη1. ξοδεύω, καταναλίσκω χρήματα ή άλλα είδη2. σπαταλώ, αφήνω να χάνεται κάτι («δαπανώ τον καιρό μου»)αρχ.-μσν.1. φθείρω, καταστρέφω («τὰ δάκρυα δαπανοῡν με», «φλὸξ δαπανᾷ πάντα»)αρχ.αναγκάζω κάποιον να κάνει έξοδα.