κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
(AM δαπανῶ, -άω) δαπάνη
1. ξοδεύω, καταναλίσκω χρήματα ή άλλα είδη
2. σπαταλώ, αφήνω να χάνεται κάτι («δαπανώ τον καιρό μου»)
αρχ.-μσν.
1. φθείρω, καταστρέφω («τὰ δάκρυα δαπανοῦνμε», «φλὸξ δαπανᾷ πάντα»)
αρχ.
αναγκάζω κάποιον να κάνει έξοδα.