ἐπάναγκες

From LSJ
Revision as of 13:30, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source

German (Pape)

[Seite 899] adv., nothwendigerweise, κομῶντες, sie sind durch Herkommen gezwungen, langes Haar zu tragen, Her. 1, 82; ἐπάναγκές ἐστι, es ist nothwendig, Andoc. 3, 12; Plat. Legg. VIII, 848 a u. öfter; Dem. 24, 21 u. sonst.

French (Bailly abrégé)

neutre de l’inus. *ἐπανάγκης;
nécessaire ; adv. nécessairement, par force ; ἐπάναγκες κομῶντες HDT porter de longs cheveux selon la coutume obligatoire.
Étymologie: ἐπί, ἀνάγκη.

English (Strong)

neuter of a presumed compound of ἐπί and ἀνάγκη; (adverbially) on necessity, i.e. necessarily: necessary.

English (Thayer)

(ἀνάγκη (hence, literally, on compulsion)), necessarily: πλήν τῶν ἐπάναγκες τούτων, besides these things which are necessarily imposed, Buttmann, 27. (24)). (Herodotus, Andocides (405 B.C.>), Plato, Demosthenes, Aristotle, Dionysius Halicarnassus, Plutarch, Aelian, Epictetus.)

Greek Monolingual

ἐπάναγκες (Α) (ουδ. του άχρ. επιθ. ἐπανάγκης, -ες)
1. (με ή χωρίς το εστί)
είναι αναγκαίο, απαραίτητο, επιβεβλημένο
2. επίρρ. αναγκαστικά, απαραίτητα, αναπόφευκτα («τούτοις ἐπάναγκες περὶ τῶν πραγμάτων λέγειν», Αισχίν.)
3. φρ. τὰ ἐπάναγκες
τα απολύτως απαραίτητα («μηδὲν πλέον ἐπιτίθεσθαι ὑμῑν βάρος πλὴν τῶν ἐπάναγκες τούτων», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανάγκη. Ως συστατικό της απρόσωπης εκφράσεως το σύνθ. σχηματίζεται με τη μορφή του ουδετέρου του (αμάρτυρου στα άλλα γένη) επιθέτου επανάγκης (πρβλ. συνήθης - σύνηθες)].

Russian (Dvoretsky)

ἐπάναγκες: adv. (часто в сочетании ἐ. ἐστί) необходимо, по необходимости: ἐ. μηδὲν ἔστω или ἐ. μηδὲν εἶναι Plat. чтобы не было никакого принуждения; ἐ. κομῶντες Her. (лакедемоняне) обязаны носить длинные волосы.

Chinese

原文音譯:™p£nagkej 誒普-安-昂咳士
詞類次數:副詞(1)
原文字根:在上-向上-緊壓
字義溯源:必須地,不可少的,強迫地;由(ἐπί)*=在⋯上)與(ἀνάγκη)=必須)及(ἀγκάλη)=手臂)組成;其中 (ἀνάγκη)出自 (ἀνά)*=上,而 (ἀγκάλη)出自(ἄγκιστρον)X*=彎曲)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 是不可少的:(1) 徒15:28

English (Woodhouse)

(see also: ἐπανάγκης) under compulsion

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)