κοπρεαίος

From LSJ
Revision as of 09:43, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑχε" to "εῖχε")

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source

Greek Monolingual

κοπρεαίος, ο (Α)
(ως υβριστικός χαρακτηρισμός) βρομερός, αηδής, σιχαμένος, κοπρίτης («ὁ δ' ἤδη τὴν θύραν ἐπεῖχε κρούων ὁ κοπρεαῑος», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι). Η κατάλ. -εαίος είναι επινόηση του Αριστοφάνη για εκφραστικούς λόγους].