ορθοβουλία
Greek Monolingual
η (Α ὀρθοθουλία) ορθόβουλος
ορθή βουλή, ορθή σκέψη («ὑγροὶ ὀφθαλμοὶ ὀρθοβουλίαν τοῦ άνδρὸς κατηγοροῡσι», Πολ.).
η (Α ὀρθοθουλία) ορθόβουλος
ορθή βουλή, ορθή σκέψη («ὑγροὶ ὀφθαλμοὶ ὀρθοβουλίαν τοῦ άνδρὸς κατηγοροῡσι», Πολ.).