χερσαίος
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
Greek Monolingual
-α, -ο / χερσαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. -ος Α
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ξηρά, σε αντιδιαστολή προς τον θαλάσσιο και τον εναέριο ή τον ιπτάμενο (α. «χερσαίες και ναυτικές δυνάμεις» β. «τὰ χερσαῑα καὶ τὰ θαλάσσια καὶ τὰ πετεινά», Ηρόδ.)
νεοελλ.
φρ. «χερσαίο κλίμα»
(μετεωρ.) το ηπειρωτικό κλίμα
αρχ.
1. αυτός που ζει ή βρίσκεται στη στεριά, σε αντιδιαστολή προς τον λιμναίο και ποταμήσιο (α. «ἔτρεφον ὄρνιθας χερσαίους καὶ λιμναίους», Ηρόδ.
β. «ποτάμιον... ὑπάρχον καὶ χερσαῖον», Διόδ.)
2. (για πρόσ.) α) αυτός που ταξιδεύει διά ξηράς, οδοιπόρος
β) αυτός που ζει και εργάζεται στη στεριά, σε αντιδιαστολή προς τον ναύτη, στεριανός
3. (για πόλη) μεσόγειος, αυτός που βρίσκεται στην ενδοχώρα («ἐπιθαλαττίδιος ἔσται... ἤ χερσαία», Πλάτ.)
4. το θηλ. ως ουσ. ἡ χερσαία- (ενν. θήρα) το κυνήγι, σε αντιδιαστολή προς το ψάρεμα
5. το θηλ. ως ουσ. ἡ χερσαῖος
η χερσόνησος
6. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) χερσαῑα
διά ξηράς
7. φρ. «ὁδὸς χερσαία» — ταξίδι διά ξηράς, οδοιπορία, σε αντιδιαστολή προς το ταξίδι διά θαλάσσης (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + κατάλ. -αῖος].