γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
[Seite 615] ὁ, der Wolle, Haare krämpt, filzt, Filzer, – übh. der zusammendrängt, verdichtet.
πῑλητής: -οῦ, ὁ, ὁ κατασκευάζων πιλήματα, Πολυδ. Ζ΄, 171.
ὁ, Α [[[πιλώ]] (Ι)]αυτός που κατασκευάζει πιλήματα.