Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
ο (AM ἐρευγμός και ἐρυγμός) [[[ερεύγομαι]] (I)]η θορυβώδης εκβολή στομαχικού αερίου από το στόμα, το ρέψιμο.