ερευγμός

From LSJ
Revision as of 09:41, 6 April 2021 by Spiros (talk | contribs)

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471

Greek Monolingual

ο (AM ἐρευγμός και ἐρυγμός) ερεύγομαι (I)]
η θορυβώδης εκβολή στομαχικού αερίου από το στόμα, το ρέψιμο.