Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
ο (AM ἐρευγμός και ἐρυγμός) ερεύγομαι (I)]η θορυβώδης εκβολή στομαχικού αερίου από το στόμα, το ρέψιμο.