ἀποκρίνω
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
[ῑ], fut. -κρῐνῶ, A set apart, prob. in Alc.Supp. 5.7, Pherecr.23, Ael.VH12.8; χωρὶς ἀ. Pl.Plt.302c, al.:—Pass., to be parted or separated, ἀποκρινθέντε parted from the throng (of two πρόμαχοι), Il.5.12 (nowhere else in Hom.); πίθηκος ᾔει θηρίων ἀποκριθείς Archil.89.3; of the elements in cosmogony, Emp.9.4, Anaxag. 2, Democr.167; ἀπεκρίθη . . τοῦ βαρβάρου ἔθνεος τὸ Ἑλληνικόν Hdt.1.60; χωρίς θηρίων ἡ δίαιτα ἀποκέκριται Id.2.36; ἀποκεκρίσθαι εἰς ἓν ὄνομα to be separated and brought under one name, Th.1.3; οὐ βεβαίως ἀπεκρίθησαν, of combatants, separated without decisive result, Id.4.72. 2 Medic. in Pass., to be distinctly formed, Hp.Prog.23; of the embryo, Arist.HA561a17; τὰ ἐν τῷ σώματι -όμενα bodily secretions, Hp.VM14; τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀ. Id.Vict.4.89; but ἐς τοῦτο πάντα ἀπεκρίθη all illnesses determined or ended in this alone, Th.2.49; also ᾗ τὰ περιττώματα ἀποκρίνεται are voided, Arist.PA665b24, cf. GA773b35. 3 mark by a distinctive form, distinguish, πρύμνην Hdt.1.194; νόσημά τι ἀποκεκριμένον specific, Pl.R.407d, cf. Arist. Mete.369b29. II choose, ἕνα ὑμῶν ἀ. ἐξαίρετον Hdt.6.130; ἀ. τοῦ πεζοῦ, τοῦ στρατοῦ, choose from .., Hdt.3.17,25; δυοῖν ἀποκρίνας κακοῖν having set apart, i.e. decreed, one of two, S.OT640. 2 exclude, πλήθει τῶν ψήφων Pl.Lg.946a. III reject on examination, κρίνειν καὶ ἀ. ib.751d; ἐγκρίνειν καὶ ἀ. ib.936a; ἀ. τινὰ τῆς νίκης decide that one has lost the victory, decide it against one, Arist.Pol.1315b18:—Med., Pl.Lg.966d. IV Med., ἀποκρίνομαι, fut. -κρῐνοῦμαι, etc.: Pl. uses pf. and plpf. Pass. in med. sense, Prt.358a, Grg.463c, etc., but also in pass. sense (v. infr.):—give answer to, reply to question, dub.1. in Hdt.5.49, 8.101 (elsewh. ὑποκρ-), cf. E.Ba.1271, IA1354; ἀ. τινί Ar.Nu.1245, etc.: metaph., ἀ. τοῖς πράγμασιν ὡς ἐπὶ τῶν ἐρωτημάτων Arr.Epict.2.16.2; ἀ. πρός τινα, πρὸς τὸ ἐρωτώμενον, to a questioner or question, Th.5.42, Pl.Prt.338d; ἀ. εἰ . . Ar. V.964; ἀ. ὅτι . . Th.1.90: c. acc., ἀποκρίνεσθαι τὸ ἐρωτηθέν to answer the question, Id.3.61, cf. Pl.Cri.49a, Hp.Ma.287b, Arist.Metaph. 1007a9: c. acc. cogn., ἀ. οὐδὲ γρῦ Ar.Pl.17; οὐδὲν ξυμβατικόν Th.8.71; ἀ. ἀπόκρισιν Pl.Lg.658c:—Pass., τοῦτό μοι ἀποκεκρίσθω let this be my answer, Id.Tht.187b; καλῶς ἄν σοι ἀπεκέκριτο your answer would have been sufficient, Id.Grg.453d, cf.Men.75c,Euthd.299d. 2 answer charges, defend oneself, Ar.Ach.632; ὁ ἀποκρινόμενος the defendant, Antipho 6.18, cf. 2.4.3; ἀπεκρινάμην freq. in legal documents, PHib.1.31.24 (iii B. C.), etc. 3 aor. Pass. ἀπεκρίθη, = ἀπεκρίνατο, he answered, condemned by Phryn.86, is unknown in earlier Att., exc. in Pherecr.51, Pl.Alc.2.149b; but occurs in Machoap.Ath.8.349d, UPZ6.30 (ii B. C.), SIG674.61 (Narthacium, ii B. C.), IG4.679 (Hermione, ii B. C.), Plb.4.30.7, etc.; once in J., AJ9.3.1, twice in Luc., Sol.5, Demon.26; regular in LXX (but sts. ἀπεκρινάμην in solemn language, as 3 Ki.2.1) and prevails in NT esp. in the phrase ἀποκριθεὶς εἶπεν Ev.Matt.3.15; ἀ. λέγει Ev.Marc.8.20, al., cf. X.An. 2.1.22 codd.: fut. ἀποκριθήσομαι in same sense, LXXIs.14.32, al., Ev.Matt.25.45, Hermog.Inv.4.6.
German (Pape)
[Seite 308] (s. κρίνω), 1) absondern, trennen, Hom. Il. 5, 12 ἀποκρινθέντε; ἀπεκρίθη τοῦ βαρβαρικοῦ τὸ Ἑλληνικόν Her. 1, 60; vgl. 194; ἀποκέκριται δίαιτα τοῖς ἀνθρώποις χωρὶς θηρίων 4, 24; ἐκ τοῦ πλήθους Plat. Rep. VIII, 564 e; χωρὶς ἀποκρίνων Tim. 73 b; ἀποκριτέον, im Ggstz von ἐγκριτέον, Rep. III, 413 d; einzeln bei Sp., αὐτοῖς αἷμα ἀποκρίνεσθαι Theophr. bei Ath. I, 18 c; – auswählen, ἓν δυοῖν κακοῖν Soph. O. R. 640; ἕνα ὑμῶν ἐξαίρετον Her. 6, 130; vgl. 3, 25; weihen, Ἡλίῳ Ael. H, A. 5, 39; von den Excrementen, aussondern, 2, 37. – 2) pass., εἴς τι, sich wohin absondern, hinneigen, πάντα ἐς τοῦτο ἀπεκρίθη Thuc. 2, 49, alle Krankheiten wurden zur Pest; εἰς ἄνεμον βορέην Luc. dea Syr. 28; ἀποκρίνεται εἴς τινα, es fällt auf ihn; Thuc. εἰς ἓν ὄνομα ἀποκεκρίσθαι 1, 3; – auseinandergehen, von streitenden Parteien, 4, 72. – 3) aburtheilen, verwerfen, κρίνειν καὶ ἀποκρίνειν τοὺς ἀξίους Plat. Legg. VI, 751 d; τινὰ τῆς νίκης, Einem den Sieg absprechen, Arist. Polit. 5, 12; ἀποκριθήσομαι Plat. Legg. VII, 820 d. – 4) sich verantworten, Ar. Ach. 607; gew. antworten; Her. nur 5, 49 u. 8, 101, sonst ὑποκρίνασθαι; aber bei den Attikern häufig, τινί τι; πρὸς αὐτὸ τὸ ἐρωτώμενον Plat. Prot. 338 d; πρὸς ἅπαντα ἀποκρινεῖσθαι Gorg. 447 c. Das perf. ist pass., καί μοι τοῦτο ἀποκεκρίσθω. Plat. Theaet. 187 b; vgl. Men. 75 c Gorg. 453 d; aber act. 468 c; ταῦτα τοῖς πολλοῖς ἀποκεκριμένοι ἂν ἦμεν Prot. 358 a; Xen. An. 2, 1, 15; ἀποκριτέον Plat. Prot. 351 c. Der aor. ἀποκριθῆναι mit akt. Bdtg als v. l. Xen. An. 2, 1. 22, von den Atticisten verworfen, sicher bei Sp.; Plat. Alc. II, 149 b; N. T. z. B. Matth. 3, 15. 8, 3; vgl. Lob. zu Phryn. 108; ἀποκριθήσομαι LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκρίνω: [ῑ]: μέλλ. -κρῐνῶ (ἴδε κρίνω): - χωρίζω, ἀποχωρίζω, θέτω χωριστά, Φερεκρ. ἐν «Αὐτομόλοις» 1, Αἰλ. Π. Ἱ. 12. 8· χωρὶς ἀπ. Πλάτ. Πολιτικ. 302C, κ. ἀλλ.: - Παθ., χωρίζομαι, ἀποχωρίζομαι, ἀποκρινθέντε, ἀποχωρισθέντες ἀπὸ τοῦ πλήθους (ἐπὶ δύο ἡρώων, προερχομένων ὡς προμάχων), Ἰλ. Ε. 12· (οὐδαμοῦ ἄλλοθι παρ’ Ὁμ.)· πίθηκος ᾔει θηρίων ἀποκριθείς Ἀρχίλ. 82· ἀπεκρίθη… τοῦ βαρβάρου ἔθνεος τὸ Ἑλληνικὸν Ἡρόδ. 1. 60· ἀποκριθῆναι χωρίς, φυλαχθῆναι κεχωρισμένως, ὁ αὐτ. 2. 36· διὰ τὸ μηδὲ Ἕλληνάς πω, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, ἀντίπαλον ἐς ἕν ὄνομα ἀποκεκρίσθαι, διότι καὶ οἱ Ἕλληνες ἀκόμη δὲν διεκρίνοντο δι’ ἑνὸς κοινοῦ ὀνόματος, ὅπερ νὰ ἀντιστοιχῇ Θουκ. 1. 3· ὡσαύτως, ὡς τὸ διακριθῆναι, ἐπὶ ἀνταγωνιζομένων, χωρίζομαι πρὶν ἀποφασισθῇ ὁ ἀγών, ὁ αὐτ. 4. 72: - Παρ’ ἰατρ. συγγραφεῦσι, διακεκριμένως σχηματίζομαι, Ἱππ. Προγν. 45, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 3, 3· ἀποχωρίζομαι ἀπὸ μίγματός τινος, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 13· ἐπὶ ζωϊκῶν ἀποκρίσεων ἤ ῥεύσεων, ἀποχωρίζομαι καὶ ἐκρέω, ἀποβάλλομαι, ὁ αὐτ. 377. 51· ἀλλά, ἐς τοῦτο πάντα ἀπεκρίθη, ἅπασαι αἱ ἀσθένειαι κατέληξαν εἰς ταύτην μόνον, Θουκ. 2. 49, πρβλ. Foës. Oecon. Hipp. 2) σημειῶ δι’ ἰδιαιτέρου τύπου, διακρίνω, πρύμνην Ἡρόδ. 1. 194· νόσημά τι ἀποκεκριμένον, διακρινόμενον παντὸς ἄλλου, Πλάτ. Πολ. 407C. ΙΙ. ἐκλέγω, ἕνα ὑμῶν ἀπ. ἐξαίρετον Ἡρόδ. 6. 130· πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 946Α· ἀπ. τοῦ πεζοῦ, τοῦ στρατοῦ, ἐκλέγω ἐκ…, Ἡρόδ. 3. 17. 25· δυοῖν ἀποκρίνας κακοῖν ἀπ., ἐκλέξας ἐκ δύο κακῶν τὸ ἕν, Σοφ. Ο. Τ. 640· (τὸ μέτρον ὅμως δεικνύει ὅτι τὸ χωρίον εἶναι ἐφθαρμένον, ἀλλ’ ἴδε σημ. καὶ διόρθωσιν Jebb ἐν τόπῳ). ΙΙΙ. ἀπορρίπτω μετὰ ἔρευναν καὶ ἐξέτασιν, κρίνειν καὶ ἀποκρίνειν Πλάτ. Νόμ. 751D· ἐγκρίνειν καὶ ἀποκρίνειν αὐτόθι 936Α· ἀπ. τινὰ τῆς νίκης, ἀποφασίζω ὅτι τις ἔχει ἀπολέσῃ τὴν νίκην, ἀποφασίζω περὶ αὐτῆς ἐναντίον τινός, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 12, 2: - ὡσαύτως ἐν μέσ. τύπῳ, Πλάτ. Νόμ. 966D· πρβλ. ἀποκριτέον. IV. Μέσ. ἀποκρίνομαι: μέλλ. -κρῐνοῦμαι κτλ.: ὁ Πλάτ. μεταχειρίζεται τὸν παθ. πρκμ. καὶ ὑπερσυντ. ἐν μέσῃ σημασίᾳ, Πρωτ. 357Ε, Γοργ. 463C, κτλ.· ἀλλ’ ὡσαύτως καὶ ἐν παθ. σημασ. (ἴδε κατωτέρ.): - δίδω ἀπόκρισιν εἰς…, ἀπαντῶ εἰς ἐρώτησιν, κατὰ πρῶτον παρ’ Εὐρ. (διότι ὁ Ἡρόδ. μεταχειρίζεται μόνον τὸ ὑποκρίνεσθαι ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας, ἐξαιρέσει ἑνὸς ἤ δύο ἀμφιβόλων χωρίων, 5. 49. , 8. 101), Βάκχ. 1272, Ι. Α. 1354· ἀπ. τινὶ Ἀριστοφ. Νεφ. 1245, κτλ.· ἀπ. πρός τινα ἤ πρός τι, πρὸς ἐρωτῶντα ἤ πρὸς ἐρώτησιν, Θουκ. 5. 42, κτλ. , Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 287Α· ἀπ. εἰ…, Ἀριστοφ. Σφ. 964· ἀπ. ὅτι…, Θουκ. 1. 90: - μετ’ αἰτ., ἀποκρίνεσθαι τὸ ἐρωτηθέν, ἀποκρίνεσθαι εἰς τὴν ἐρώτησιν, ὁ αὐτ. 3. 61· πρβλ. Πλάτ. Κρίτωνα 49Α· ἀλλ’ ὡσαύτως μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἀπ. οὐδέ γρῦ Ἀριστοφ. Πλ. 17· ἀποκρίνεσθαί τι, δίδω ἀπόκρισιν, Θουκ. 8. 71, κτλ.· ἀπ. ἀπόκρισιν Πλάτ. Νόμ. 658C· οὕτω καὶ ἐν τῷ παθ. , τοῦτό μοι ἀποκεκρίσθω, τοῦτο ἔστω ἡ ἀπόκρισίς μου, ὁ αὐτ. Θεαίτ. 187Β· καλῶς ἄν σοι ἀπεκέκριτο, ἡ ἁπόκρίσις σου θὰ ἦτο ἀρκετή, ὁ αὐτ. Γοργ. 453D· πρβλ. Μένωνα 75C· Εὐθύδ. 299D. 2) ἀποκρίνομαι πρὸς κατηγορίας, ὑπερασπίζω ἐμαυτόν, ὡς τὸ ἀπολογέομαι, Ἐλμσλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 632· ὁ ἀποκρινόμενος, ὁ ἐναγόμενος, Ἀντιφῶν 143. 30, πρβλ. 119. 32. 3) ὁ παθ. ἀόρ. ἀπεκρίθη = ἀπεκρίνατο εἶναι ἄγνωστος ἐν τῷ δοκίμῷ Ἀττικῷ λόγῳ, ἐξαιρέσει τοῦ Φερεκρ. ἐν «Ἐπιλήσμονι» 4, καὶ τοῦ Πλάτ. ἐν Ἀλκ. Β΄, 149Β, - ἄν τὸ πρῶτον χωρίον ἀνήκῃ εἰς τὸν Φερεκρ. καὶ ὁ Διάλογος εἰς τὸν Πλάτωνα· ἀλλ’ εὕρηται ἐν Μάχωνι παρ’ Ἀθην. 349D, 577D, εἶναι δὲ πολὺ κοινὸν παρὰ τοῖς Ἀλεξανδρ. καὶ πολλάκις εἰσήχθη ὑπὸ τῶν ἀντιγραφέων εἰς τὸ κείμενον δοκίμων Ἀττ. συγγραφ., ὡς ἐν Ξεν. Ἀν. 2. 1, 22· πρβλ. Ἀμμώνιον 21, Λοβ. Φρύν. 108. 4) ἀπ. τοῖς πράγμασι, εἶμαι ἕτοιμος νὰ ἀνταπεξέλθω πρὸς τὰς περιστάσεις, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 16, 2.
French (Bailly abrégé)
séparer en triant, d’où
I. 1 séparer : ἀποκριθέντε IL les deux (héros) séparés (du gros de la troupe);
2 marquer d’un signe distinctif, donner une forme particulière à, acc. ; Pass. être distingué, se distinguer : ἀπεκρίθη τοῦ Βαρβάρου τὸ Ἑλληνικόν HDT la nation grecque se distingua (toujours) des Barbares (par son habileté);
3 déterminer, décider : ἐς τοῦτο πάντα ἀπεκρίθη THC toutes les maladies se résolurent en celle-là;
II. faire ou proposer un choix :
1 faire un choix, choisir : τοῦ στρατοῦ πέντε μυριάδας HDT cinquante mille hommes dans l’armée;
2 proposer un choix, donner à choisir : ἓν δυοῖν ἀποκρίνας κακοῖν SOPH (m’)ayant donné à choisir entre deux maux;
Moy. ἀποκρίνομαι (f. ἀποκρινοῦμαι, ao. ἀπεκρινάμην, rar. ἀπεκρίθην) répondre : τινι ou πρός τινα à qqn ; ἀπ. τὸ ἐρωτηθέν THC ou τὸ ἐρωτώμενον XÉN répondre à la question ; τί τινι ἀπ. répondre qch à qqn.
Étymologie: ἀπό, κρίνω.
English (Autenrieth)
only aor. pass. ἀποκρινθέντε: separated, ‘separating’ from the ranks of their comrades, Il. 5.12†.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ῑ-]
• Morfología: [formas med.-pas. en -θη- no át. según Phryn.78; pero cf. infra III 1]
I en v. act.
1 c. ac. y gener. gen. separar, apartar ἀπέκρινε τοῦ στρατοῦ ὡς πέντε μυριάδας Hdt.3.25, Ἀμμωνίους τοῦ πεζοῦ Hdt.3.17, τὴν κεφαλήν de un cadáver, Ael.VH 12.8, en v. pas. ἀπεκρίθη ... τοῦ βαρβάρου ἔθνεος τὸ Ἑλληνικόν Hdt.1.60
•tb. c. ac. y prep. más gen. ταῦτα ὁ θεὸς ἀπὸ τῶν ἑαυτῶν ἕκαστα γενῶν χωρὶς ἀποκρίνων Pl.Ti.73b
•excluir en v. pas. δίκαιον ... τὸν περὶ τοιαῦτα ἀργὸν ... ἀποκρίνεσθαι ... τῶν καλῶν es justo que el perezoso acerca de estas cosas sea excluido de las recompensas Pl.Lg.966d
•fig. distinguir, hacer diferenciado πρύμνην ἀποκρίνοντες (construyen las naves) distinguiendo la popa e.d. haciéndola más ancha que la proa, Hdt.1.194
•clasificar τοὺς ἡμίσεις αὐτῶν πλήθει τῶν ψήφων Pl.Lg.946a, τὴν ὀρθὴν (ἀρχήν) χωρὶς ἀ. Pl.Plt.302c, en v. med. νόσημα ... τι ἀποκεκριμένον una enfermedad específica Pl.R.407d, ἀποκεκριμένον ... τὸ αἴτιον Arist.Mete.369b28.
2 c. ac. rechazar tras examen κρίνειν καὶ ἀ. τοὺς ἀξίους Pl.Lg.751d, cf. 936a, Arist.Pol.1315b18
•evacuar, eliminar en v. pas. ᾗ τὰ περιττώμενα ἀποκρίνεται por donde son evacuados los excrementos Arist.PA 665b24, del semen μὴ ἀποκρινόμενον no eyaculado Arist.GA 773b35.
3 elegir, escoger c. ac. y adj. pred. ἕνα ὑμέων ἐξαίρετον Hdt.6.130
•c. conj. disyuntivas δυοῖν ἀποκρίνας κακοῖν, ἢ ... ἤ ... S.OT 640
•en v. pas. πρώτιστ' ἀποκρίνεται del mejor animal para un sacrificio, Pherecr.28.1.
II en v. med.-pas.
1 separarse c. gen. πίθηκος ᾔει θηρίων ἀποκριθείς Archil.77.3
•c. prep. y gen. χωρὶς θηρίων ἡ δίαιτα ἀποκέκριται viven separados de los animales Hdt.2.36
•c. suj. doble o plu., de dos guerreros que se adelantan al grueso del ejército τώ οἱ ἀποκρινθέντε Il.5.12, tb. en cont. bélico οὐδέτεροι τελευτήσαντες ἀπεκρίθησαν Th.4.72, de elementos cosmogónicos ἀήρ τε καὶ αἰθὴρ ἀποκρίνονται Anaxag.B 2, cf. Eus.PE 1.8.10 (= Emp.A 30), Democr.B 167, οἱ καρποὶ ἀδρυνόμενοι ἀποκρίνονται Hp.Oct.3.7.
2 en medic. separarse, segregarse de humores y secreciones, Hp.Progr.23, VM 14, γόνος Placit.5.11.2 (= Parm.A 54), del feto, Arist.HA 561a17, τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα las secreciones gástricas Hp.Vict.4.89.
3 c. εἰς y ac. ir a parar a, concluir en ἐς τοῦτο πάντα ἀπεκρίθη toda (enfermedad) terminó en esto (la peste), Th.2.49, διὰ τὸ μηδὲ Ἕλληνάς πω ... ἐς ἓν ὄνομα ἀποκεκρίσθαι porque todavía los griegos no habían terminado por englobarse en un solo nombre Th.1.3
•en v. pas. ser clasificado como ἄλλα ὁκόσα ἐς ἄργυρον ἢ ἐς χρυσὸν ἀποκέκριται Luc.Syr.D.10.
III en v. med.
1 en cont. de diálogo contestar, responder abs. ἐς τρίτην ἡμέραν ἀποκρινέεσθαι Hdt.5.49 (cód.), cf. 8.101 (cód.), ἀποκρίναι' ἂν σαφῶς; E.Ba.1271, cf. Hierocl.Facet.4, POxy.2728.10 (VI d.C.)
•c. dat. ἀποκρινουμαί σοι σαφώς Ar.Nu.1245, c. dat. y ac. τάδε ἀποκέκριταί μοι LXX 3Re.2.30, τοῦτον τὸν τρόπον ἀποκρίνεσθαι τοῖς πράγμασιν Arr.Epict.2.16.2
•c. πρός y ac. πρὸς αὐτὸ τὸ ἐρωτώμενον ἀποκρίνεσθαι Pl.Ptr.338d, πρὸς τοὺς ἀμφισβητοῦντας Aristid.Quint.55.24
•c. ac. πειρῶ ἀποκρίνεσθαι τὸ ἐρωτώμενον Pl.Cri.49a, cf. Hp.Ma.287b, Th.3.61
•c. ac. int. ἀπόκρισιν Pl.Lg.658c, οὐδὲν ξυμβατικόν Th.8.71, τὸ παράπαν οὐδὲ γρῦ Ar.Pl.17, ἀπεκρίνω δὲ τί; E.IA 1354
•c. conj. ἀπόκριναι σαῶς, εἰ μὴ κατέκνησας Ar.V.964, ἀποκρινάμενοι ὅτι πέμψουσιν Th.1.90
•tb. en v. pas. καί μοι τοῦτο ἀποκεκρίσθω he aquí mi respuesta Pl.Tht.187b, cf. Grg.453d, Men.75c, Euthd.299d, ἀπεκρίθη contestó Pherecr.51, Pl.Alc.2.149a, Macho 146, UPZ 6.30 (II a.C.), IG 9(2).89B.26 (Nartacio, Málide II a.C.), IG 4.679.5 (Hermione II a.C.), Plb.4.30.7, I.AI 9.35, Luc.Demon.26, frec. en NT esp. en fórmulas como ἀποκριθεὶς ... εἶπεν Eu.Matt.3.15, ἀποκριθεὶς ἔφη Eu.Luc.23.3, ἀποκριθεὶς λέγει Eu.Marc.8.29, cf. Eu.Matt.11.25, 16.16
•tb. fut. ἀποκριθήσεται c. el mismo sent. τότε ἀποκριθήσεται αὐτοῖς λέγων entonces les contestó diciendo, Eu.Matt.25.45, cf. LXX Is.14.32, Hermog.Inu.4.6.
2 en cont. forenses, administrativos contestar a unos cargos, defenderse ὁ ἀποκρινόμενος el acusado Antipho 6.18, cf. 2.4.3
•ἀπεκρινάμην frec. en los documentos legales PHib.31.24 (III a.C.)
•tb. en la comedia ἀποκρίνασθαι δεῖται Ar.Ach.632.
3 pagar, PMasp.169.23 (VI d.C.).
English (Abbott-Smith)
ἀποκρίνω, [in LXX chiefly for ענה;]
in cl.,
1.to separate, distinguish.
2.to choose. Mid., to answer: Mt 27:12, Mk 14:61, Lk 3:16 23:9, Jo 5:17, 19 Ac 3:12. In late Gk. the pass, also is used in this sense, and pass. forms are the more freq. in NT (M, Pr., 39, 161; MM, s.v.);
(a)in general sense: absol., Mk 12:34; c. acc. rei, Mt 22:46; c. dat. pers., Mt 12:38; seq. πρός, Ac 25:16;
(b)Hebraistically
(i)like ענה, to begin to speak, take up the conversation (Kennedy, Sources, 124f.): Mt 11:25, al.,
(ii)redundant, as in the Heb. phrase וַיַּעַן וַיּאֹמֶר (Dalman, Words, 24f., 38; M, Pr., 14; Bl., §58, 4; 74, 2; Cremer, 374): ἀποκριθεὶς εἶπε, Mt 4:4; ἔφη, 8:8; λέγει, Mk 3:33; in Jo most freq. (ἀπεκ. κ. εἶπε, 1:49.
English (Thayer)
(passive, 1st aorist ἀπεκρίθην; 1future ἀποκριθήσομαι); i. to part, separate; passive to be parted, separated (1st aorist ἀπεκρίθην was separated, Homer, Iliad 5:12; Thucydides 2,49; (4,72); Theoph. de caus. plant. 6,14, 10; (other examples in Veitch, under the word)). ii. to give sentence against one, decide that he has lost; hence, middle (present ἀποκρίνομαι; 1st aorist 3rd person singular ἀπεκρίνατο); (to give forth a decision from myself (Winer s Grammar, 253 (238))), to give answer, to reply; so from Thucydides down (and even in Herodotus 5,49 (Gaisf.); 8,101 (Gaisf., Bekker), who generally uses ὑποκρίνομαι). But the earlier and more elegant Greek writings do not give this sense to the passive tenses ἀπεκρίθην, ἀποκριθήσομαι. "The example adduced from Plato, Alcib. Secund., p. 149b. (cf. Stallb., p. 388) is justly discredited by Sturz, De dial. Alex., p. 148, since it is without parallel, the author of the dialogue is uncertain, and, moreover, the common form is sometimes introduced by copyists." Lobeck ad Phryn., p. 108; (cf. Rutherford, New Phryn., p. 186f; Veitch, under the word; Winer s Grammar, 23 (22)). But from Polybius down ἀποκριθῆναι and ἀποκρίνασθαι are used indiscriminately, and in the Bible the passive forms are by far the more common. In the N. T. the aorist middle ἀπεκρίνατο is found only in R G L Tr marginal reading); ἀπεκρίθη is used; cf. Winer s Grammar, § 39,2; (Buttmann, 51 (44)).
1. to give an answer to a question proposed, to answer;
a. simply: καλῶς, νουνεχῶς, 34; ὀρθῶς, πρός τί, λόγον, οὐδέν, ἑνί ἑκάστῳ, πρός τινα, φάναι, or λέγειν, or εἰπεῖν, in the form of a participle, as ἀποκριθείς εἶπε or ἔφη or λέγει: ἀπεκρίθη λέγων: R G L); R G Tr marginal reading brackets); ); ἀπεκρίθη καί εἶπε: R G), ὅτι: עָנָה (Gesenius, Thesaurus ii., p. 1047) to begin to speak, but always where something has preceded (either said or done) to which the remarks refer (Winer's Grammar, 19): T Tr WH); Sept. (ἀνταποκρίνομαι.)
Greek Monolingual
(I)
βλ. αποκρίνομαι.
(II)
(Μ ἀποκρίνω)
τελειώνω την κρίση, αποφασίζω οριστικά.
Greek Monotonic
ἀποκρίνω: [ῑ], μέλ. -κρῐνῶ·
I. 1. διαχωρίζω, ξεχωρίζω, τοποθετώ χωριστά, αποχωρίζω, σε Πλάτ. — Παθ., ἀποκρινθέντε, αυτοί οι δύο που αποχωρίστηκαν από το πλήθος, λέγεται για δύο ήρωες που προχωρούν μπροστά ως πρόμαχοι, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀποκεκρίσθαι εἰς ἓν ὄνομα, έχω διαχωρισθεί, διακριθεί με την υιοθέτηση ενός κοινού ονόματος, σε Θουκ.
2. σημαδεύω με έναν χαρακτηριστικό τύπο, διακρίνω, ξεχωρίζω, σε Ηρόδ.· μτχ. Παθ. παρακ. ἀποκεκριμένος, ο διακεκριμένος, σε Ηρόδ., Πλάτ.
III. Μέσ., ἀποκρίνομαι, μέλ. -κρῐνοῦμαι — Παθ. -κέκρῐμαι, και τα δύο με Μέσ. και Παθ. σημασία·
1. δίνω απόκριση σε μια ερώτηση, απαντώ, σε Ευρ. κ.λπ.· ἀποκρίνομαι πρός τινα ή πρός τι, απαντώ σε αυτόν που θέτει μια ερώτηση ή στο ίδιο το ερώτημα, σε Θουκ. κ.λπ.· με αιτ., ἀποκρίνεσθαι τὸ ἐρωτηθέν, απαντώ στο ερώτημα, στον ίδ.· ομοίως στην Παθ., τοῦτόμοι ἀποκεκρίσθω, ας είναι αυτή η απάντησή μου, σε Πλάτ.
2. απαντώ στις κατηγορίες, υπερασπίζομαι τον εαυτό μου, σε Αριστοφ.
3. Παθ. αόρ. αʹ ἀπεκρίθη = ἀπεκρίνατο, έδωσε απάντηση, πρώτα σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἀποκρίνω: (ῑ)
1) отделять, обособлять (ἐκ τοῦ πλήθους Plat.; χωρίς τινας Plut.): νόσημα ἀποκεκριμένον Plat. местное заболевание; med.-pass. отделяться, обособляться (ἀπο τινος Arst., τινος Plut.);
2) отличать, различать: ἀ. πρύμναν Her. придавать корме особую форму (по друг. расширять кормовую часть); pass. отличаться (τινος Her.);
3) выбирать, отбирать (τοῦ στρατοῦ πέντε μυριάδας Her.): ἐς τοῦτο πάντα ἀπεκρίθη Thuc. все свелось к этому; εἰς ἓν ὄνομα ἀποκεκρίσθαι Thuc. отделиться (и объединиться) под одним названием;
4) предоставлять на выбор (δυοῖν κακοῖν Soph.);
5) исключать, отвергать, отклонять (κρίνειν καὶ ἀ. τινάς Plat.): ἀ. τινὰ τῆς νίκης Arst. не признавать за кем-л. честь победы;
6) med. отвечать (τινι Arph. и πρός τινα Thuc., πρός τι Plat.; τὸ ἐρωτηθέν Thuc. или τὸ ἐρωτώμενον Xen.; τινί τι Xen., Eur., Luc.);
7) med. быть ответчиком на суде (πρός τινα Arph.).
Middle Liddell
I. to separate, set apart, Plat.:— Pass., ἀποκρινθέντε parted from the throng, of two heroes coming forward as champions, Il.; ἀποκεκρίσθαι εἰς ἓν ὄνομα to be separated and brought under one name, Thuc.
2. to mark by a distinctive form, distinguish , Hdt.; perf. pass. part. ἀποκεκριμένος distinct, Plat.
II. to choose out, choose, Hdt., Plat.
III. Mid. ἀποκρίνομαι, fut. -κρινοῦμαι: perf. -κέκριμαι both in mid. and pass. sense:— to give answer to, reply, Eur., etc.; ἀπ πρός τινα or πρός τι to reply to a questioner or question, Thuc., etc.:—c. acc., ἀποκρίνεσθαι τὸ ἐρωτηθέν to answer the question, Thuc.: so in Pass., τοῦτό μοι ἀποκεκρίσθω let this be my answer, Plat.
2. to answer charges, defend oneself, Ar.
3. aor1 pass. ἀπεκρίθη, = ἀπεκρίνατο, he answered, first in NTest.