ἐπιτελής

From LSJ
Revision as of 09:45, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτελής Medium diacritics: ἐπιτελής Low diacritics: επιτελής Capitals: ΕΠΙΤΕΛΗΣ
Transliteration A: epitelḗs Transliteration B: epitelēs Transliteration C: epitelis Beta Code: e)pitelh/s

English (LSJ)

ές, (τέλος) A brought to an end, completed, accomplished, ποιεῖν τι ἐπιτελές, = ἐπιτελεῖν, Hdt.1.117, 3.141, Hp.Jusj., etc. ; ἐπιτελῆ ποιῆσαι ἐντολάν τινος Test.Epict.1.18 ; ἐ. ἐγίνετό τι Hdt.1.124, Th.1.141 ; εὐχαὶ ἐ. γενόμεναι Pl.Lg.931e, cf. SIG581.5 (ii B.C.) ; κρίσιν λαμβάνει ὁ πόλεμος ἐπιτελῆ D.H.10.46 ; of persons, adult, Hsch. Ion. Adv. -έως at last, Aret.SA2.8. II Act., effective, Ant.Lib. 19.3. III subject to taxation, ἔλαιον ἐ. τελῶν Milet.3.149.19 (ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 990] ές, vollendet, ausgeführt, ἐπιτελέα ἐγένετο Her. 3, 16, wie Thuc. 1, 141; Plut. Nic. 14; ἐπιτελέα ποιεῖν, ausführen, Her. 3, 141 u. oft; ἐπ. δ' εἴη ἡ εὐχή Plat. Ep. VIII, 353 a; Legg. XI, 931 e; ἐπίνοιαι Pol. 6, 15, 6; κρίσιν λαμβάνει ὁ πόλεμος ἐπιτελῆ, eine vollständige Entscheidung, ein entschiedenes Ende, D. Hal. 10, 46; – παρθένος, mannbar, Hesych. – Aber ὄρνιθες, Ant. Lib. 19, = ἐπιτελεστικός.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτελής: -ές, (τέλος) τέλειος, ποιεῖν τι ἐπιτελές, = ἐπιτελεῖν, ἀπειλήσας παντοῖα τῷδε, ἢν μὴ τάδε ἐπιτελέα ποιήσῃ Ἡρόδ. 1. 117., 3. 141, Ἱππ. Ὅρκ. κτλ.· ταῦτά τε δὴ ὦν ἐπιτελέα ἐγίνετο = ἐπετελοῦντο, Ἡρόδ. 1. 124, Θουκ. 1. 141· εὐχὴ ἐπ. Πλάτ. Νόμοι 931Ε· κρίσιν λαμβάνειν ἐπιτελῆ Διον. Ἁλ. 10. 46· ― «ἐπιτελῆ, εἰς πέρας ἀγόμενα» Σουΐδ.: ― ἐπὶ γυναικός, ἡ ἐν ὥρᾳ γάμου, «ἐπιτελής· ὡραία γαμεῖσθαι» Ἡσύχ. ― Ἐπίρρ. -έως, ἐπὶ τέλους, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 8. II. ἐνεργ., ἀποτελεσματικός, Ἀντ. Λιβ. 19.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
mis à exécution, achevé, accompli.
Étymologie: ἐπί, τέλος.

Greek Monolingual

-ές (Α ἐπιτελής, -ές)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ.
1. στρατιωτικός που είναι μέλος του επιτελείου
2. βοηθός ταγματάρχη του πεζικού ή μοιράρχου του ιππικού
3. αυτός που συγκαταλέγεται στα βασικά στελέχη κόμματος, οργανισμού ή κινήσεως
αρχ.
1. τέλειοςἐπιτελής δ’ εἴη ἡ εὐχή», Πλάτ.)
2. (για γυναίκα) η ώριμη για γάμο
3. αυτός που οδηγεί στην εκπλήρωση, στην ολοκλήρωση
4. αυτός που υπόκειται σε φορολογία.
επίρρ...
ἐπιτελῶς και -έως (Α)
επιτέλους, τελικά, τελειωτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -τελής (< τέλος «σκοπός»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. α-τελής, νομο-τελής). Ο νεοελλ. τ. με τη σημασία «αξιωματικός, στρατιωτικός» είναι υποχωρητικός σχηματισμός από το ρ. επι-τέλλω / -ομαι «διατάσσω, παραγγέλλω»].

Greek Monotonic

ἐπιτελής: -ές (τέλος), αυτός που έχει οδηγηθεί σε ένα τέλος, πλήρης, τέλειος, ολοκληρωμένος, σε Ηρόδ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτελής:
1) доведенный до конца, законченный, выполненный: ἐπιτελὲς ποιεῖν τι Her. совершить (закончить) что-л.; ἐπιτελὲς γενέσθαι Her., Thuc., Plut. быть выполненным;
2) исполнившийся (εὐχαί Plat.; ἐπίνοιαι Polyb.).

Middle Liddell

ἐπι-τελής, ές τέλος
brought to an end, completed, accomplished, Hdt., etc.

English (Woodhouse)

complete, fulfilled, perfect

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)