ὁπλιστής

From LSJ
Revision as of 13:20, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁπλιστὴς Medium diacritics: ὁπλιστής Low diacritics: οπλιστής Capitals: ΟΠΛΙΣΤΗΣ
Transliteration A: hoplistḗs Transliteration B: hoplistēs Transliteration C: oplistis Beta Code: o(plisth\s

English (LSJ)

Dor. ὁπλιστάς. -- ὁπλιστὴς κόσμος, ὁ, a A warrior-dress, AP7.230 (Eryc.): as Subst., ὁπλιστής warrior, Vett. Val.3.8 ; armator, Gloss.

German (Pape)

[Seite 359] ὁ, der Bewaffnende, adj., ὁπλιστὰν κόσμον ὀλωλεκώς, den Waffenschmuck, Eryc. 8 (VII, 230).

Greek Monolingual

ὁπλιστής και δωρ. τ. ὁπλιστάς, ὁ (Α) οπλίζω
1. πολεμιστής
2. ως επίθ. α) αυτός που οπλίζει, που αρματώνει, που ετοιμάζει
β) αυτός που αποτελείται από όπλα
3. φρ. «ὁπλιστής κόσμος» — η σκευή οπλίτη, η πανοπλία.