παραλαμβάνω

Revision as of 17:25, 22 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")

English (LSJ)

(Cret. παλλαμβάνω Riv.Fil.58.472 (Gortyn, iii B.C.)), fut. -λήψομαι, Ion. A -λάμψομαι Hdt.2.120 :—receive from another, esp. of persons succeeding to an office, etc., [τὴν βασιληΐην] Hdt.l.c., cf. Th.1.9; τὴν βασιλείαν παρὰ τοῦ πατρός OGI90.1 (Rosetta, ii B.C.); τοῖς παραλαμβάνουσι (sc. τὴν βασιλείαν) the successors, Arist.Pol.1285b8; π. τὴν ἀρχήν Pl.Lg.698e; τῆς πόλεως τὰ πράγματα Ar.Ec.107; τὴν ἐπιμέλειάν τινος Aeschin.1.143; τὴν τριηραρχίαν D.47.32; π. πόλιν ἀνάστατον And.1.108, cf. Th.1.9, etc.; νόμον ὄντα παραλαβόντες, opp. θέντες, Id.5.105, cf. Isoc.8.102; of inherited rites or customs, Hdt.2.51; of persons succeeding by inheritance, E.Ion814, Lys. 10.5, etc. ; οἱ μὴ κτησάμενοι ἀλλὰ -λαβόντες τὴν οὐσίαν Arist.EN1120b12; παρὰ τοῦ πατρὸς πολλὴν οὐσίαν π. D.21.157; opp. ἐπικτᾶσθαι, Pl.R.330a; π. ἀράς inherit curses, E.Ph.1611; of officers, receive things as stated in an inventory from their predecessors, IG12.301.5, al.; τὰ μὲν παρειληφότα τὰ δ' αὐτὸν εὑρηκότα Isoc.15.208 : Astrol., take over, (χρονοκρατορίαν) Vett.Val.171.16 : generally, receive, ἔρια παραλαβοῦσα ἱμάτιον ἀποδεῖξαι X.Oec.7.6; of cargo, POxy.276.13 (i A.D.), etc. 2 take upon oneself, undertake, πρᾶγμά τι Ar.Eq.345; τὰ παραλαμβανόμενα undertakings, Hdt.1.38; take to oneself, admit, employ, π. ἐν ταῖς μάχαις τὸν θυμόν Plu.2.988e :—Pass., π. πρὸς τὴν σύστασιν τῆς ψυχῆς ib.1027d. 3 take in pledge, Hdt.3.136; take by force or treachery, seize, οὐδὲν ἐδυνέατο π. τῆς ἐσόδου Id.7.211; ναῦς παραλαβόντες Th.1.19, 4.16, And.3.39; π. τὰ πράγματα get control of affairs, Plu.Alc.26 :—in Med., lay hold of, ἄκρων τῶν χειρῶν Paus.6.4.1 (s.v.l.). 4 receive by hearing or report, ascertain, παρὰ τῶν Αἰγυπτίων Hdt.2.19; π. ἀληθείην Id.1.55; π. ἀκοῇ Id.2.148; π. τὰ περὶ Ἀλκμέωνα Th.2.102; τι περί τινος Plb.12.22.5; receive by way of lesson, σοφίαν παρά τινος Pl.La.197d :—Pass., to be received, accepted, τὰ παρειλημμένα the received or traditionary doctrines, Arist.Mete.365a16; οἱ π. μῦθοι Id.Po.1453b22; [λόγοι] ἔνιοι π. ὡς Ἀριστογείτονος Plu.2.850e. 5 take, receive, or use as a substitute or equivalent, τὸν ἀριθμὸν ἀντὶ τοῦ νοῦ π. Placit.4.2.3 :—Pass., ὑμέτερον ἀντὶ τοῦ ὑμεῖς παρείληπται D.H.Amm.2.14. b Gramm. and Medic., simply, use, employ, D.H.Comp.25; εἰς λόγον A.D.Synt.250.3; θλῖψιν, βοηθήματα, Antyll. ap. Orib.8.6.37,8.10.1 (Pass.) :—freq. in Pass., to be found, used, D.H.Comp.14, 17, A.D.Synt.83.2,al.; π. ἐκ κοινοῦ, δεικτικῶς, ib.123.1, Pron.10.17. c admit, ἡ ὅλη ὑπόθεσις τὸ ἓν εἶναι παρελάμβανεν Dam.Pr.417. 6 take up, catch up, τὸ οὔνομα τοῦτο Hdt. 1.122, cf. 126; τὸν λόγον Plb.33.18.9; π. ἐπὶ βραχύ give a résumé of, Id.6.58.1. 7 compare, Porph.in Cat.97.8 (Pass.). 8 Pass., to be derived, ἔκ τινος v.l. in A.D.Pron.32.16. II c. acc. pers., take to oneself, associate with oneself, as a wife or mistress, Hdt.4.155; as an adopted son, Id.1.113; as a partner, auxiliary, or ally, ib.76, 7.150, Th.1.111, etc.; παραλαμβάνων ἄλλος ἄλλον ἐπ' ἄλλου… χρείᾳ Pl.R. 369b; συμβούλους π. Arist.EN1112b10; get control of, Pl.Ap.18b, R. 460b,541a, Alc.1.121e ; μάρτυρας π. call in witnesses, D.47.67 : c.inf., τὴν αἴσθησιν ὑπουργεῖν Jul.Or.8.248a. 2 invite, ἐπὶ ξείνια Hdt.4.154; παραληφθεὶς ἐπὶ δεῖπνον Alciphr.3.46; ἐφ' ἑστίασιν παρειλημμένος Plu.2.40b ; παραληφθεὶς εἰς τὸ συσσίτιον Id.Lyc.20 : abs., Id.2.461d ; παραληφθῆναι πρός τινα Parmenisc. ap. Ath.4.156e. 3 receive, take over in succession, Hdt.4.203; Λυκοῦργος π. τοὺς Σπαρτιάτας οἴκοι σκηνοῦντας X.Lac.5.2. 4 take prisoner, Plb.3.69.2 (Pass.). 5 of the dead, παραλημφθεὶς ὑπὸ θεῶν καταχθονίων IG14.1702.

German (Pape)

[Seite 486] (s. λαμβάνω), hinnehmen; ἔπος, eine Antwort empfangen, Her. 1, 126; auch mit Gewalt einnehmen, erobern, 7, 211; von Personen Einen zum Gehülfen oder Bundesgenossen annehmen, sich mit ihm verbinden, 7, 106. 150. 168. 9, 1; auch παραλαβεῖν ἐπὶ ξείνια, zur Gastfreundschaft annehmen, 1, 154; αὐτὴν παραλαβὼν ἐπαλλακεύετο, 4, 155; Piat. τόνδε παραληψόμεθα Σωκράτῃ, ᾦ συνδιαπονεῖν μετ' ἐμοῦ τὰ πολλὰ οὐκ ἄηθες, Soph. 218 b; auch μάρτυρας παραλαβών, Dem. 47, 67, Zeugen zuziehen; auch παραληφθῆναι εἰς συμπόσιον, zum Gastmahl zugezogen worden sein, Ael. V. H. 1, 18, wie πρὸς τὰς ἑστιάσεις ἅπαντας παρελάμβανε D. Sic. 2, 24; παρελήφθην πρὸς αὐτόν, Parmenisc. bei Ath. IV, 156 e. Bei den Attikern bes. ein Inventarium übernehmen, Inscr.; vgl. Att. Seew. 3; ähnl. Eur. ὅστις σε γήμας ξένος ἐπεισελθὼν πόλιν καὶ δῶμα καὶ σὴν παραλαβὼν παγκληρίαν, Ion 814; πότερον ὧν κέκτησαι τὰ πλείω παρέλαβες ἢ ἐπεκτήσω, Plat. Rep. I, 330 a; – von den Vorfahren überkommen, du Reh Überlieferung erhalten, παρὰ τῶν Πελασγῶν Σαμοθρήϊκες τὰ ὄργια παραλαμβάνουσι, Her. 2, 51. 5, 95. 2, 148; οὓς νόμους παρὰ τῶν προγόνων παρέλαβον, Isocr. 8, 102; – durch Hörensagen wissen, παραλαμβάνοντες περὶ αὐτοῦ τὴν ἐν ταῖς πολεμικοῖς ἐμπειρίαν, Pol. 12, 22, 5, öfter; ähnlich Thuc. τὰ περὶ Ἀλκμαίωνα τοιαῦτα λεγόμενα παρελάβομεν, 2, 102. – Auch lernen, ταύτην τὴν σοφίαν παρὰ Δάμωνος παρείληφεν, Plat. Lach. 197 d, wie Euthyd. 304 c; Plut. Alex. 7 u. a. Sp. – Dah. auf sich nehmen, übernehmen, τὰ παραλαμβανόμενα, das übernommene Geschäft, Her. 1, 38; ἔμελλε τὴν βασιληΐην παραλάμψεσθαι, 2, 120; ἀρχήν, Plat. Legg. III, 698 e; ἤν πως παραλαβεῖν τῆς πόλεως τὰ πράγματα δυνώμεθα, Ar. Eccl. 106, wie τῆς πόλεως τὰς ἡνίας 466; Sp., wie Plut. Alc. 26, ἐπεὶ παρέλαβον τὰ πράγματα οἱ πεντακισχίλιοι, die Regierung übernehmen; auch sonst, = übernehmen, Ar. Equ. 344; vgl. Aesch. 1, 63; τοὺς παῖδας, die Kinder zum Erziehen übernehmen, Plat. Rep. VII, 541 a; – τὸ βιβλίον, in die Hand nehmen, Plat. Phaedr. 228 b; – auffangen, Her. 4, 203; παραλαβὼν τὸν λόγον, die Rede aufnehmen, Pol. 33, 16, 9; παραλαβόντες ἐπὶ βραχύ, in Kurzem zusammenfassen, 6, 58, 1; gefangen nehmen, 3, 69, 2.

Greek (Liddell-Scott)

παραλαμβάνω: μέλλ. -λήψομαι, Ἰων. -λάμψομαι. Λαμβάνω παρά τινος, καὶ εἶναι, ὡς τὸ παραδέχομαι, ἀντίστοιχον τῷ παραδίδωμι, ἐπὶ προσώπων διαδεχομένων ἀρχήν τινα, π. τὴν βασιληίην Ἡρόδ. 2. 120· τὴν βασιλείαν παρὰ τοῦ πατρὸς Συλλ. Ἐπιγρ. 4697. 1· οὕτω, τοῖς παραλαμβάνουσι (ἐξυπακ. τὴν βασιλείαν), τοῖς διαδόχοις, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 14, 12· ὡσαύτως, π. τὴν ἀρχὴν Πλάτ. Νόμ. 698Ε τῆς πόλεως τὰ πράγματα Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 107· τὴν ἐπιμέλειάν τινος Αἰσχίν. 20. 13· τὴν τριηραρχίαν Δημ. 1148. 21· οὕτω, π. πόλιν ἀνάστατον Ἀνδοκ. 14. 35, πρβλ. Θουκ. 1. 9, κτλ.· π. νόμον, ἀντίθετον τῷ τιθέναι, Θουκ. 5. 105, πρβλ. Ἰσοκρ. 180Α· ἐπὶ τελετῶν καὶ ἐθίμων κατὰ κληρονομίαν ληφθέντων, Ἡρόδ. 2. 51· ― ὡσαύτως ἐπὶ προσώπων λαμβανόντων τι διὰ κληρονομίας, Εὐρ. Ἴων. 814, Λυσ. 116. 31· παρὰ τοῦ πατρὸς πολλὴν οὐσίαν π. Δημ. 565. 21· ἀντίθετον τῷ ἐπικτᾶσθαι, Πλάτ. Πολ. 330Α· π. ἀράς, κληρονομεῖν κατάρας, Εὐρ. Φοίν. 1611· ― ἐπὶ ὑπαλλήλων, δέχομαι πράγματα ὡς ὑπάρχουσιν ἐγγεγραμμένα ἐν καταλόγῳ παρὰ τοῦ προκατόχου μου, Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 53., 145, 146, κ. ἀλλ.· τὰ μὲν παρειληφότα τὰ δ’ αὐτὸν εὑρηκότα Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 208. 2) ἀναλαμβάνω, ἀναδέχομαι, πρᾶγμά τι Ἀριστοφ. Ἱππ. 344· τὰ παραλαμβανόμενα, ἐπιχειρήσεις, Ἡρόδ. 1. 38· λαμβάνω τι μετ’ ἐμοῦ καὶ χρῶμαι αὐτῷ, παραλαμβάνειν ἐν ταῖς μάχαις τὸν θυμὸν Πλούτ. 2. 988Ε· καὶ ἐν τῷ παθητ., παραλαμβανόμενοι πρὸς τὴν σύστασιν τῆς ψυχῆς αὐτόθι 10. 7D. 3) λαμβάνω, καταλαμβάνω τι ὡς ἐγγύησιν, Ἡρόδ. 3. 136· ὡσαύτως, λαμβάνω διὰ τῆς βίας ἢ διὰ προδοσίας, καταλαμβάνω, λαμβάνω ὑπὸ τὴν κατοχήν μου, οὐδὲν ἐδυνέατο π. τῆς ἐσόδου ὁ αὐτ. 7. 211, πρβλ. Ἀνδοκ. 28, 23· τὰς ναῦς παραλαβόντες Θουκ. 1. 19., 4. 16· παραλ. τὰ πράγματα, λαμβάνω αὐτὰ ὑπὸ τὴν διοίκησίν μου, Πλουτ. Ἀλκιβ. 26· ― ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, πιάνω, κρατῶ ἀπό..., παραλαμβανόμενος γὰρ ἄκρων τοῦ ἀνταγωνιζομένου τῶν χειρῶν ἔκλα Παυσ. 6. 4, 1. 4) λαμβάνω ἐξ ἀκοῆς ἢ ἀπὸ φήμης, ἐξακριβώνω, Ἡρόδ. 2. 19· π. τὴν ἀλήθειαν 1. 55· π. ἀκοῇ 2. 148· π. τὰ περί τι λεγόμενα Θουκ. 2. 102· τι περί τινος Πολύβ. 12. 22, 5· λαμβάνωδέχομαι (ὡς ἀντικαταστάτην ἢ ἰσοδύναμον), τὸν ἀριθμὸν ἀντὶ τοῦ νοῦ π. Πλούτ. 2. 898Β· (οὕτως ἐν τῷ παθ., ὑμέτερον ἀντὶ τοῦ ὑμεῖς παρείληπται Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 14 ἐν τέλ.)· δέχομαι ὡς μάθημα, μανθάνω, σοφίαν παρά τινος Πλάτ. Λάχ. 197D. ― Παθητ., γίνομαι δεκτός, μὲ παραδέχεταί τις, τὰ παρειλημμένα, τὰ παραδεδεγμένα δόγματα, αἱ ἐκ παραδόσεως διδασκαλίαι, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 7, 1· οἱ π. μῦθοι ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 14, 10· λόγοι ἔνιοι π. ὡς Ἀριστογείτονος Πλούτ. 2. 850Ε. 5) ἀναλαμβάνω, λαμβάνω, «πέρνω», τὸ οὔνομα τοῦτο Ἡρόδ. 1. 121, πρβλ. 126· τὸν λόγον Πολύβ. 33. 16, 9· παραλαβόντες ἐπὶ βραχύ, μνημονεύσαντες διὰ βραχέων, ὁ αὐτ. 6. 58, 1. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσώπου, λαμβάνω δι’ ἐμαυτόν, προσλαμβάνω ὡς σύζυγον ἢ παλλακήν, Ἡρόδ. 4. 155, Ξεν. Οἰκ. 7. 6· ὡς εἰσποιητὸν υἱόν, Ἡρόδ. 1. 113· ὡς ἑταῖρον, βοηθὸν ἢ σύμμαχον, ὁ αὐτ. 1. 76., 2. 121, 4, Θουκ. 1. 111, κτλ.· παραλαμβάνων ἄλλος ἄλλον ἐπ’ ἄλλου… χρείᾳ Πλάτ. Πολ. 369Β συμβούλους π. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 3, 10· ὡς μαθητήν, Πλάτ. Ἀπολ. 18Β, Πολ. 460Β, Ἀλκ. 1. 121Ε· ― π. μάρτυρα, προσάγω ὡς μάρτυρα, Δημ. 1159. 27· πρβλ. παραληπτέον. 2) λαμβάνω μετ’ ἐμοῦ, προσκαλῶ, ἐπὶ ξείνια· Ἡρόδ. 4. 154· ἐπὶ δεῖπνον Ἀλκίφρων 3. 46· ἐφ’ ἑστίασιν Πλούτ. 2. 40Β· εἰς τὸ συσσίτιον ὁ αὐτ. ἐν Λυκούργ. 20· ἀπολ., αὐτόθι 461D· παραληφθῆναι πρός τινα Παρμενίσκ. παρ’ Ἀθην. 156Ε. 3) περιμένω, ἐκδέχομαι, εὑρίσκω, Λατ. excipere, Ἡρόδ. 4. 203· π. τοὺς Σπαρτιάτας οἴκοι σκηνοῦντας Ξεν. Λάκ. 5, 2, πρβλ. Ἀν. 7. 7, 47. 4) αἰχμαλωτίζω, Πολύβ. 3. 69, 2.

French (Bailly abrégé)

f. παραλήψομαι, ao.2 παρέλαβον, etc.
I. prendre près de soi ou avec soi, acc.;
II. recevoir, d’où
1 accueillir : τινα qqn;
2 trouver à son arrivée : τινα qqn;
III. recevoir de qqn :
1 par héritage ou transmission, acc. : τὴν βασιληΐην HDT la royauté ; en parl. de lois, d’usage, de coutumes ; ἔπος HDT recevoir une parole en réponse, recevoir une réponse;
2 par ouï-dire, entendre parler de : τι περί τινα entendre dire qch au sujet de qqn, recueillir un jugement, une opinion, un bruit sur qqn;
3 apprendre, recevoir un enseignement : παρά τινος de qqn;
IV. prendre sur soi, se charger de : τὰ πράγματα de la direction des affaires ; τοὺς παῖδας PLAT de l’éducation des enfants;
V. s’emparer de : τινα de qqn ; οὐδὲν τῆς ἐσόδου HDT ne pouvoir s’emparer du défilé.
Étymologie: παρά, λαμβάνω.

Spanish

recibir, tomar para sí

English (Strong)

from παρά and λαμβάνω; to receive near, i.e. associate with oneself (in any familiar or intimate act or relation); by analogy, to assume an office; figuratively, to learn: receive, take (unto, with).

English (Thayer)

future παραλήψομαι, in L T Tr WH παραλήμψομαι (παρέλαβον, 3rd person plural παρελάβοσαν (G T L marginal reading Tr marginal reading WH marginal reading; cf. δολιόω (yet see WH's Appendix, p. 165)); passive, present παραλαμβάνομαι; 1future παραληφθήσομαι, in L T Tr WH παραλημφθήσομαι (see Mu; Herodotus down; the Sept. for לָקַח;
1. to take to (cf. παρά, IV:1), to take with oneself, to join to oneself: τινα, an associate, a companion, τινα μεθ' ἑαυτοῦ, παραλαμβάνειν γυναῖκα, to take one's betrothed to his home, τινα followed by εἰς with an accusative of place, to take (and bring, cf. Winer's Grammar, § 66,2d.) one with one into a place, τινα κατ' ἰδίαν, πρός ἐμαυτόν, to my companionship, where I myself dwell, L WH marginal reading λαβών). Metaphorically, equivalent to "to accept or acknowledge one to be such as he professes to be; not to reject, not to withhold obedience": τινα, to receive something transmitted;
a. properly: παραλαμβάνειν διακονίαν, an office to be discharged, βασιλείαν, קַבֵּל in Theod.; Herodotus 2,120; (Josephus, contra Apion 1,20, 5 (where see Müller)); τήν ἀρχήν, Plato, Polybius, Plutarch).
b. to receive with the mind; by oral transmission: τί followed by ἀπό with a genitive of the author from whom the tradition proceeds, ἀπό, II:2d. aa.)); by the narration of others, by the instruction of teachers (used of disciples): (τόν Χριστόν Ἰησοῦν τόν κύριον, τί, τί followed by an infinitive, τί παρά τίνος (see references under the word παρά, the passage cited), παρά τίνος, καθώς ... τό πῶς δεῖ etc. σοφίαν παρά τίνος, Plato, Lach., p. 197d.; Euthyd., p. 304c.). (Compare: συμπαραλαμβάνω.)

Greek Monolingual

ΝΜΑ, κρητ. τ. παλλαμβάνω Α, περιλαβαίνω Ν
1. παίρνω κάτι που μού δίνεται από άλλον, λαμβάνω (α. «παρέλαβα τα δέματα που μού έστειλες» β. «παρέλαβον καὶ ἐνέβαλον εἰς τὸ πλοῑον [ενν. φορτίον», πάπ.)
2. δέχομαι κάποιον κοντά μου ως βοηθό, σύμμαχο ή συνεργάτη, προσλαμβάνω (α. «παρέλαβε συνεργάτη» β. «συμβούλους παραλαμβάνειν», Αριστοτ.)
3. αναλαμβάνω κάποιον υπό την εποπτεία, την προστασία ή τον έλεγχο μου
νεοελλ.
1. αναλαμβάνω υπηρεσία από προκάτοχο ή από προϊστάμενο
2. (ιδίως στον τ. περιλαβαίνω) μαλώνω, επιπλήττω κάποιον, περιαδράχνω, περιαρπάζω
μσν.-αρχ.
1. υιοθετώ πατροπαράδοτες τελετές ή έθιμα
2. παίρνω κάτι με τη βία ή μετά από προδοσία, λαμβάνω υπό την κατοχή μου, καταλαμβάνω («ναῡς παραλαβόντες», Θουκ.)
3. δέχομαι ως μάθημα, μαθαίνω («τὴν σοφίαν παρὰ Δάμωνος... παρείληφεν», Πλάτ.)
αρχ.
1. διαδέχομαι κάποιον σε ένα αξίωμα («τὴν βασιλείαν Ἀτρέα παραλαβεῖν», Θουκ.)
2. κληρονομώ
3. αναλαμβάνω τη διαχείριση πραγμάτων καταχωρισμένων σε κατάλογο άπό τον προκάτοχο μου
4. αναδέχομαι, αναλαμβάνω να κάνω ή να πω κάτι
5. λαμβάνω μαζί μου και χρησιμοποιώ κάτι («παραλαμβάνειν ἐν ταῖς μάχαις τὸν θυμόν», Πλούτ.)
6. παίρνω κάτι ως εγγύηση
7. εξακριβώνω από αυτηκοΐα ή από φήμες («ἀκοῇ παραλαβόντες», Ηρόδ.)
8. δέχομαι ή χρησιμοποιώ κάτι ως ισοδύναμο άλλου («τὸν ἀριθμὸν ἀντὶ τοῦ νοῡ παραλαμβάνειν», Πλούτ.)
9. (γραμμ. και ιατρ.) μεταχειρίζομαι
10. παίρνω για προσωπική μου ευχαρίστηση σύζυγο ή παλλακίδα
11. (σχετικά με νεκρό) σηκώνω και μεταφέρω («παραληφθεὶς ὑπὸ θεῶν καταχθόνιων», επιγρ.)
12. προσκαλώ
13. συλλαμβάνω, αιχμαλωτίζω
14. αναφέρομαι σε κάτι, μνημονεύω («παραλαβόντες ἐπὶ βραχύ», Πολ.)
15. δέχομαι κάποιον ως μαθητή μου
16. (μέσ. και παθ.) παραλαμβάνομαι
α) κρατώ από
β) γίνομαι δεκτός ως
γ) γραμμ. παράγομαι
17. φρ. α) «μάρτυρας παραλαμβάνω»
(στον Δημοσθ.) προσάγω μάρτυρες
18. (η μτχ. ονομ. ουδ. πληθ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ παραλαμβανόμενα
οι επιχειρήσεις
19. (η μτχ. ονομ. ουδ. μέσ. παρακμ. ως ουσ.) τὰ παρειλημμένα
τα παραδεδεγμένα δόγματα.

Greek Monotonic

παραλαμβάνω: μέλ. -λήψομαι, Ιων. -λάμψομαι· παρακ. -είληφα·
I. 1. παίρνω από κάποιον άλλο, λέγεται για ανθρώπους που διαδέχονται κάποιον σ' ένα αξίωμα, παραλαμβάνω τὴν βασιληΐην, σε Ηρόδ.· τὴν ἀρχήν, σε Πλάτ. κ.λπ.· επίσης λέγεται για ανθρώπους που παραλαμβάνουν κάτι από κληρονομιά, σε Ευρ., Δημ.· παραλαμβάνω ἀράς, κληρονομώ κατάρες, σε Ευρ.
2. παίρνω την ευθύνη, αναλαμβάνω, πρᾶγμά τι, σε Αριστοφ. — Παθ., τὰ παραλαμβανόμενα, εγγυήσεις, υποσχέσεις, σε Ηρόδ.
3. παίρνω, λαμβάνω ως εγγύηση, στον ίδ.· επίσης, παίρνω με τη βία ή με προδοσία, γίνομαι κάτοχος, στον ίδ., Θουκ.
4. αντιλαμβάνομαι κάτι εξ ακοής ή από φήμη, εξακριβώνω, παραλαμβάνω τὴν ἀλήθειαν, σε Ηρόδ. κ.λπ.
5. αναλαμβάνω, παίρνω (πάνω μου), τὸ οὔνομα τοῦτο, στον ίδ.
II. 1. με αιτ. προσ., παίρνω, λαμβάνω για τον εαυτό μου, τον συνδέω μαζί μου ως σύζυγο ή παλλακίδα, υιοθετημένο γιο, σύντροφο ή σύμμαχο, στον ίδ., Θουκ. κ.λπ.· ως μαθητή, σε Πλάτ.
2. προσκαλώ, σε Ηρόδ.
3. περιμένω, παρεμποδίζω, σταματώ, Λατ. excipere, στον ίδ., Ξεν.· πιάνω αιχμάλωτο, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

παραλαμβάνω: (fut. παραλήψομαι - ион. παραλάμψομαι, aor. παρέλαβον)
1) получать по наследству, наследовать (πολλὴν οὐσίαν παρὰ τοῦ πατρός Dem.; τοὺς νόμους παρὰ τῶν προγόνων Isocr.; τὴν βασιληΐην Her.): οἱ παρειλημμένοι μῦθοι Arst. унаследованные сказания, предания; τὰ παρειλημμένα Arst. традиционные учения;
2) принимать на себя (τὴν ἀρχήν Plat.; τὰ τῆς πόλεως πράγματα Arph.): τὰ παραλαμβανόμενα Her. предприятия, начинания;
3) брать (себе) (τὸ βιβλίον Plat.): παραλαβὼν τὸν λόγον Polyb. взяв слово; π. ἐπὶ βραχύ Polyb. сжато излагать; συμβούλους π. Arst. брать себе в союзники; π. τὸν θυμόν Plut. разгорячаться, раздражаться;
4) привлекать, приглашать (μάρτυρας Dem.; πρὸς τὰς ἑστιάσεις τινά Diod.; εἰς τὸ συσσίτιον Plut.);
5) принимать (τὴν παῖδα Her.): τινὰ ἐπὶ ξείνια π. Her. принимать кого-л. в число близких друзей; π. τοὺς παῖδας Plat. принимать на воспитание детей;
6) воспринимать, слышать (τι περί τινα Thuc., περί τινος Polyb. и τι ἀπό τινος NT; τοῦτο τὸ ἔπος Her.): π. ἀλήθειάν τινος Her. убедиться в чьей-л. правдивости; ἀκοῇ π. Her. знать понаслышке;
7) перенимать (σοφίαν παρά τινος Plat.);
8) застигать, заставать: π. τοὺς Ἓλληνας οἴκοι σκηνοῦντας Xen. найти (застать) греков живущими (отдельными) домами;
9) захватывать (τινά Her.; τὰς ναῦς Thuc.): π. οὐδὲν τῆς ἐσόδου Her. нисколько не овладеть подступом; π. τοὺς πολλοὺς ἐκ παίδων Plat. получить влияние над многими из детей;
10) подхватывать, использовать (τὸ οὔνομά τινος Her.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-λαμβάνω overnemen overnemen, in bezit nemen:; οὐδὲν ἐδυνέατο παραλαβεῖν οἱ Πέρσαι τῆς ἐσόδου de Perzen waren niet in staat ook maar een deel van de pas in bezit te nemen Hdt. 7.211.3; παραλαβεῖν τῆς πόλεως τὰ πράγματα de regering van de stad in handen nemen Aristoph. Eccl. 107; τὴν βασιλείαν παραλαβεῖν het koningschap overnemen Thuc. 1.9.2; ptc. subst.:; οἱ παραλαμβάνοντες de opvolgers Aristot. Pol. 1285b8; spec. van erfenis:; σὴν παραλαβὼν παγκληρίαν die jouw gehele erfenis heeft overgenomen Eur. Ion 814; παρὰ τοῦ πατρὸς πολλὴν οὐσίαν παραλαβών hij had een groot vermogen van zijn vader geërfd Dem. 21.157; οἱ παρειλημμένοι μῦθοι de traditionele verhalen Aristot. Poët. 1453b22; met dubb. acc.:; τὴν πόλιν ἀνάστατον π. de stad in staat van verwoesting in handen krijgen of aantreffen And. 1.108; παραλαβὼν τὸ βιβλίον het boek erbij nemend Plat. Phaedr. 228b; overdr.. παραλαβὼν τοῦτο τὸ ἔπος dat woord(gebruik) overnemend Hdt. 1.126.4. overnemen, aannemen, zorg dragen voor:; τὴν Φρονίμην π. Phronimè als concubine nemen Hdt. 4.155.1; spec. van kinderen:; Κῦρον … παραλαβοῦσα ἔτρεφε ἡ γυνή de vrouw adopteerde Cyrus en bracht hem groot Hdt. 1.113.3; ἐκ παίδων π. (iem.) van jongsaf aan onder zijn hoede nemen Plat. Ap. 18b; τὰ ἀεὶ γιγνόμενα ἔκγονα π. de zorg voor alle kinderen die geboren worden op zich nemen Plat. Resp. 460b; ptc. subst.: τὰ παραλαμβανόμενα de ondernemingen Hdt. 1.38.1. uitnodigen. τοῦτον … παραλαβὼν ἐπὶ ξείνια toen hij hem een uitnodiging had gestuurd Hdt. 4.154.3; π. πάντας ἐπὶ τὴν αὑτοῦ τράπεζαν iedereen aan zijn eigen tafel inviteren Plut. Eum. 11.2. vernemen:; ἀκοῇ παραλαβόντες vernemend van horen zeggen Hdt. 2.148.6; leren:. τὸν ἠθικὸν καὶ πολιτικὸν παραλαβεῖν λόγον de ethiek en de staatkunde leren Plut. Alex. 7.5; τὰ κοινότατα τῆς διαλέκτου... π. de beginselen van de (Keltische) taal leren Plut. Sert. 3.3.

Middle Liddell

fut. -λήψομαι ionic -λάμψομαι perf. -είληφα
I. to receive from another, of persons succeeding to an office, π. τὴν βασιληίην Hdt.; τὴν ἀρχήν Plat., etc.:—also of persons succeeding by inheritance, Eur., Dem.; π. ἀράς to inherit curses, Eur.
2. to take upon oneself, undertake, πρᾶγμά τι Ar.: Pass., τὰ παραλαμβανόμενα undertakings, Hdt.
3. to take in pledge, Hdt.: also, to take by force or treachery, get possession of, Hdt., Thuc.
4. to receive by hearsay or report, to ascertain, π. τὴν ἀλήθειαν Hdt., etc.
5. to take up, catch up, τὸ οὔνομα τοῦτο Hdt.
II. c. acc. pers. to take to oneself, associate with oneself, as a wife or mistress, an adopted son, a partner or ally, Hdt., Thuc., etc.; as a pupil, Plat.
2. to invite, Hdt.
3. to wait for, intercept, Lat. excipere, Hdt., Xen.: to take prisoner, Polyb.

Chinese

原文音譯:paralamb£nw 爬拉-藍巴挪
詞類次數:動詞(49)
原文字根:在旁-取得 向上
字義溯源:帶到身邊,帶,帶著,來,帶去,取去,帶著同去,娶過來,叫過來,逮捕,得受,受,接,接待,領受,聽從;由(παρά)*=旁,出於)與(λαμβάνω)*=拿,取)組成。這字的本意是領受,取,得;但和合本更常譯為帶,帶著,就如:主耶穌常常帶著彼得,雅各,約翰( 太17:1; 26:37; 27:27; 可9:2; 14:33; 路9:28)。參讀 (αἱρέομαι) (αἴρω)同義字
出現次數:總共(49);太(16);可(6);路(7);約(2);徒(6);林前(3);加(2);腓(1);西(2);帖前(2);帖後(1);來(1)
譯字彙編
1) 帶著(12) 太2:13; 太2:14; 太2:20; 太2:21; 太17:1; 可5:40; 可9:2; 可14:33; 徒15:39; 徒21:26; 徒21:32; 徒23:18;
2) 要取去(3) 路17:34; 路17:35; 路17:36;
3) 帶(3) 太4:5; 太4:8; 太27:27;
4) 他帶著(2) 路9:28; 路18:31;
5) 領受(2) 加1:12; 西4:17;
6) 取去(2) 太24:40; 太24:41;
7) 你們⋯領受了(2) 林前15:1; 帖前4:1;
8) 他⋯過來(1) 可10:32;
9) 他⋯帶(1) 路9:10;
10) 帶著⋯同去(1) 太26:37;
11) 他就把⋯帶(1) 太20:17;
12) 他們就帶著⋯去(1) 可4:36;
13) 我⋯領受(1) 林前15:3;
14) 你們⋯接受了(1) 西2:6;
15) 與你們⋯領受的(1) 加1:9;
16) 你就⋯帶(1) 太18:16;
17) 他⋯帶去(1) 徒16:33;
18) 帶了⋯來(1) 路11:26;
19) 你們領受(1) 帖前2:13;
20) 接(1) 約14:3;
21) 接待(1) 約1:11;
22) 他們所領受(1) 可7:4;
23) 帶了(1) 太12:45;
24) 你帶(1) 徒21:24;
25) 所領受的(1) 林前11:23;
26) 我們得了(1) 來12:28;
27) 受的(1) 帖後3:6;
28) 娶過來(1) 太1:24;
29) 領受的(1) 腓4:9;
30) 娶過⋯來(1) 太1:20