λισπόπυγος
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
English (LSJ)
ον, A smooth-buttocked, epith. of κίναιδοι, Phryn.PS p.86 B., Poll.2.184; cf. Suid. s.v. λίσποι:—also λισπόπυξ, Eust. 1288.46: acc. pl. λισπόπυγας Sch.Ar.Eq.1365.
Greek (Liddell-Scott)
λισπόπῡγος: -ον, ὁ ἔχων λείαν, ἀποτετριμμένην τὴν πυγήν, ἢ λεπτὸς τὰ ὀπίσθια, ἐπίθετον τῶν κιναίδων, Α. Β. 50, Πολυδ. Β΄, 184, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. λίσποι· ― αἰτ. πληθ. λισπόπυγας (ὡς εἰ ἐξ ὀνομαστ. λισπόπυξ) Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1365, Εὐστ. 1288. 46.
Greek Monolingual
λισπόπυγος, -ον (Α)
(για κίναιδο) αυτός που έχει λεία, λεπτά οπίσθια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίσπος + -πυγος (< πυγή «οπίσθια»), πρβλ. καλλί-πυγος, λεπτό-πυγος].