δεκάμνους
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
μνουν, (μνᾶ) A weighing ten minae or worth ten minae, Ar.Pax1224, 1235; δεκάμνουν, τό, weight of ten minae, IG22.1013.55; written δεκάμνων in ib. 11.203B99 (Delos, iii B.C.).
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
c. δεκάμνοος.
Spanish (DGE)
-ουν
• Morfología: [ac. neutr. sg. δεκάμνων X.Lac.7.5, IG 11(2).203B.99 (III a.C.)]
I que vale diez minas, de diez minasde una coraza, Ar.Pax 1224, cf. 1235.
II subst. τό δ.
1 numism. moneda de diez minas X.l.c.
2 peso de diez minas, IG l.c., 22.1013.55 (II a.C.).
Greek Monolingual
δεκάμνους, -ουν και (δωρ. τ.) δεκάμνως, -ων (Α)
αυτός που έχει βάρος ή αξία δέκα μνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + μνα «ποσό εκατό δραχμών»].
Greek Monotonic
δεκάμνους: -μνουν, (μνᾶ), αυτός που ζυγίζει ή αξίζει όσο δέκα μνες, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεκάμνους -ουν [δέκα, μνᾶ] tien minai zwaar (ca. 6 kilo); tien minai waard.
Middle Liddell
[μνᾶ]
weighing or worth ten minae, Ar.