ἀνεμοτρεφής

From LSJ
Revision as of 18:45, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίονἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεμοτρεφής Medium diacritics: ἀνεμοτρεφής Low diacritics: ανεμοτρεφής Capitals: ΑΝΕΜΟΤΡΕΦΗΣ
Transliteration A: anemotrephḗs Transliteration B: anemotrephēs Transliteration C: anemotrefis Beta Code: a)nemotrefh/s

English (LSJ)

ές, A fed by the wind, κῦμα ἀ. Il.15.625; ἔγχος ἀ. a spear from a tree reared by the wind, i.e. made tough and strong by battling with the wind, 11.256 (v.l. ἀνεμοτρεπές or -στρεφές turned, i.e. shaken by the wind,) cf. Philostr.Im.2.3.

German (Pape)

[Seite 223] ές, vom Winde genährt, gestärkt, κῦμα, Il. 15, 625, die von Stürmen geschwellte Woge; ἔγχος, 11, 256, eine Lanze von einem Baume, der den Winden ausgesetzt gewesen u. dessen Holz dadurch gehärtet ist; so erkl. Aristarch, s. Scholl. Aristonic. zu der Stelle; vgl. Apoll. lex. Hom. Nach Scholl. Iliad. 15, 625 sagte Simonid. (frgm. 230 Bergk. Lyr. Gr. ed. 2), dem Hom. nachahmend, ἀνεμοτρεφέων πυλάων, vgl. Eustath.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεμοτρεφής: -ές, ὁ ὑπὸ τοῦ ἀνέμου τρεφόμενος, αὔξησιν λαμβάνων, κῦμα... ἀνεμοτρεφὲς Ἰλ. Ο. 625· ἔχων ἀνεμοτρεφὲς ἔγχος, «ἤτοι κοῦφον, καὶ εὐκίνητον» (Σχολ.), κατὰ δὲ Εὐστάθ. «τὸ ὑπ’ ἀνέμων στερεωθέν ὅτ’ ἦν δένδρον... Σιμωνίδης δὲ ‘ἀεμοτρεφέας πύλας’ τὰς εὐτόνους λέγει» (623, 50. 843, 1. 1034, 1), Ἰλ. Λ. 256 (ἄλλ’ γραφ. ἀνεμοτρεπὲς ἢ -στρεφὲς = στρεφόμενον ἢ σειόμενον ὑπὸ τοῦ ἀνέμου, ἴδε Spitzn.)· πρβλ. Φιλόστρ. 814. - Ὁ τύπος -τραφὴς εὕρηται παρ’ Εὐστ. 1095. 12.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 soulevé ou grossi par le vent;
2 aguerri par le vent.
Étymologie: ἄνεμος, τρέφω.

English (Autenrieth)

ές (τρέφω): wind-fed; κῦμα, ‘swollen,’ Il. 15.625 ; ἔγχος, made of a tree ‘toughened by the wind,’ Il. 11.256.

Spanish (DGE)

-ές

• Prosodia: [ᾰ-]
1 hinchado, alimentado por el viento κῦμα Il.15.625, πῦρ Nonn.D.37.79.
2 hecho de madera crecida con los vientos e.d. duro y resistente ἔγχος Il.11.256, πυλάων Simon.107, φυτόν Philostr.Im.2.3.

Greek Monolingual

ἀνεμοτρεφής, -ές (AM)
(για δέντρα ή όπλα φτιαγμένα από ορισμένο ξύλο) αυτός που τρέφεται και δυναμώνει με την επίδραση του ανέμου («ἔγχος ἀνεμοτρεφές»)
αρχ.
εκείνος που τρέφεται, που φουσκώνει με τον άνεμο («ἀνεμοτρεφὲς κῡμα»).

Greek Monotonic

ἀνεμοτρεφής: -ές (τρέφω), αναθρεμμένος από τον άνεμο, λέγεται για το κύμα, σε Ομήρ. Ιλ.· ἔγχος ἀνεμ., βλαστάρι από δέντρο αναθρεμμένο από τον άνεμο, δηλ. που έχει καταστεί δυνατό από τη μάχη με τον άνεμο, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεμοτρεφής:
1) вздымаемый ветром (κῦμα Hom.);
2) взращенный ветром, т. е. срубленный из выросшего на ветру, т. е. крепкого дерева, крепкий (ἔγχος Hom.).

Middle Liddell

τρέφω
fed by the wind, of a wave, Il.; ἔγχος ἀνεμ. a spear from a tree reared by the wind, i. e. made tough by battling with the wind, Il.