διφθερίας

From LSJ
Revision as of 01:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διφθερίας Medium diacritics: διφθερίας Low diacritics: διφθερίας Capitals: ΔΙΦΘΕΡΙΑΣ
Transliteration A: diphtherías Transliteration B: diphtherias Transliteration C: diftherias Beta Code: difqeri/as

English (LSJ)

ου, ὁ, A clad in a leathern jerkin; the dress of old men in Tragedy, of boors in Comedy, Posidipp. ap. Ath.10.414e, Luc.Tim.8, Poll.4.137.

German (Pape)

[Seite 644] ὁ, der mit einem Kleide aus Ziegenfellen, διφθέρα, Bekleidete, Luc. Tim. 8; Posidipp. Ath. X, 414 e. Nach Poll. 4, 137 ein Sklav in der Tragödie; nach Varr. R. R. 2, 11 in der Tragödie alte Leute, in der Komödie Landleute.

Greek (Liddell-Scott)

διφθερίας: -ου, ὁ, ἐνδεδυμένος διφθέραν, ἔνδυμα δερμάτινον· τοιαῦτα ἦσαν τὰ τῶν δούλων ἐν τῇ τραγῳδίᾳ καὶ τῶν χωρικῶν ἐν τῇ κωμῳδίᾳ, Ποσείδιππ. παρ’ Ἀθην. 414E, Λουκ. Τίμ. 8, πρβλ. Varro R. R. 2. 11.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
vêtu de peau.
Étymologie: διφθέρα.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ el que va vestido con una pelliza de cuerode una de las caracterizaciones del sirviente en la comedia, Poll.4.137, Luc.Tim.8, Varro RR 2.11.11.

Greek Monolingual

διφθερίας, ο (Α)
αυτός που φορεί διφθέρα (στους τραγικούς ποιητές, δούλοι με διφθέρα
στους κωμικούς, γέροι αγρότες).

Greek Monotonic

διφθερίας: -ου, ὁ, αυτός που είναι ντυμένος με ρούχο δερμάτινο, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

διφθερίας: ου ὁ одетый в (козью) шкуру (δικελλίτης καὶ δ. Luc.).

Middle Liddell

διφθερίας, ου, [from διφθέρα n
one clad in leather, Luc.