ηγετικός

From LSJ
Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ηγέτη ή στην ηγεσία
2. αυτός που προσιδιάζει, που αρμόζει σε ηγέτη ή που έχει προσόντα και ιδιότητες ηγέτη.
επίρρ...
ηγετικά και -ώς
με τρόπο που αρμόζει σε ηγέτη, με τρόπο ηγετικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηγέτης + κατάλ. -ικός (πρβλ. ευεργετ-ικός, υπηρετ-ικός). Η λ. στο θηλ. ηγετική (τάξις εν τῃ κοινωνίᾳ] μαρτυρείται από το 1889 στον Χρήστο Δ. Παπαδόπουλο].